Η Απόφαση της ΕΚΤ για τα Ελληνικά Ομόλογα και οι Συνέπειες για την Ελληνική Οικονομία (του Νίκου Στραβελάκη)

Η Απόφαση της ΕΚΤ για τα Ελληνικά Ομόλογα και οι Συνέπειες για την Ελληνική Οικονομία

 

του Νίκου Στραβελάκη, οικονομολόγου ΕΚΠΑ

 

« στην περίπτωση νέου κατακερματισμού των αγορών σχετιζόμενου με τη πανδημία [δηλ. lockdown], οι επανεπενδύσεις του προγράμματος PEPP μπορεί να προσαρμοσθούν ευέλικτα στη διάρκεια του χρόνου και των κατηγοριών χρηματοοικονομικών τίτλων οποιαδήποτε στιγμή. Αυτό θα μπορούσε να συμπεριλάβει την αγορά ομολόγων της Ελληνικής Δημοκρατίας επιπλέον της αναχρηματοδότησης των ομολόγων που λήγουν [εννοεί τα ομόλογα του PEPP]» (Ανακοίνωση ΕΚΤ 16/12/2021) 

Αυτό είναι το απόσπασμα της ανακοίνωσης της ΕΚΤ που αναφέρεται στα Ελληνικά ομόλογα. Παρόλο που το μηντιακό σύστημα των  Αθηνών προσπαθεί να εμφανίσει την εξέλιξη ως στήριξη στην Ελληνική οικονομία και εμμέσως στη κυβέρνηση Μητσοτάκη απέχει πολύ από το είναι τέτοια. Στην πραγματικότητα τα ομόλογα του Ελληνικού δημοσίου πέρα από 30 δις (έναντι 358 δις που είναι το σύνολο του χρέους) που επαναγόρασε η ΕΚΤ στο πλαίσιο του προγράμματος στήριξης λόγω πανδημίας PEPP είναι και πάλι εκτός αγορών. Ο λόγος είναι ότι το πρόγραμμα PEPP λήγει το Μάρτη του 2022 και τα Ελληνικά ομόλογα δε περιλαμβάνονται στο βασικό πρόγραμμα επαναγορών της ΕΚΤ APP που θα συνεχιστεί αν και μειωμένο την επόμενη χρονιά. Επιπλέον, η δυνατότητα ενεχυρίασης Ελληνικών ομολόγων για άντληση ρευστότητας από τη κεντρική τράπεζα θα συνεχίσει να γίνεται με ιδιαίτερα επαχθείς όρους κάτι που κάνει την απόκτηση και διακράτησή τους ιδιαίτερα κσστοβόρα.

Η Ελληνική κυβέρνηση πέρασε στη διάρκεια της πανδημίας ένα «μήνα του μέλιτος» για τα ομόλογα αφού λόγω PEPP μπορούσε να δανείζεται κατά βούληση σε επιτόκια χαμηλότερα του 1% και να μοιράζει «επιστρεπτέες προκαταβολές». Μάλιστα αρκετοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι όπως ο κ. Πατέλης αλλά και υπουργοί όπως ο κ. Γεωργιάδης θεώρησαν ότι αυτό θα κρατούσε για πάντα και προανήγγειλαν τη «χρυσή δεκαετία» της Ελληνικής οικονομίας. Το όνειρό τους τελείωσε στις 16/12/2021.

Αυτό που είπε η ΕΚΤ είναι ότι, μετά το Μάρτη του 2022 που λήγει το πρόγραμμα, θα περιοριστεί στην αναχρηματοδότηση των ομολόγων που αγόρασε στο πλαίσιο του προγράμματος και λήγουν τα επόμενα 2 χρόνια. Για την χώρα αυτό σημαίνει ότι όποια από τα 30 δις ελληνικά ομόλογα, που απέκτησε η ΕΚΤ στο πλαίσιο του PEPP, λήγουν μέσα στα επόμενα 2 χρόνια θα αναχρηματοδοτηθούν από την ΕΚΤ. Το μόνο που μπορεί να γίνει κατ’ εξαίρεση είναι, σε περίπτωση νέας όξυνσης της πανδημίας, η επαναγορά των ομολόγων του PEPP που λήγουν τα επόμενα δύο χρόνια να πραγματοποιηθεί μονομιάς ώστε να περιορισθούν οι πιέσεις στην αγορά ομολόγων.

Προφανώς κάτι τέτοιο δεν μπορεί να έχει ουσιαστική επίδραση στη πορεία των επιτοκίων που είναι και ο βασικός παράγοντας που θα κρίνει τη βιωσιμότητα του Ελληνικού χρέους αλλά και τη  ένταση της λιτότητας λόγω του κόστους εξυπηρέτησής του. Συγκεκριμένα, αν τα επιτόκια του Ελληνικού δεκαετούς ξεπεράσουν το 3% από 1,16% που είναι σήμερα αυτό θα σημάνει ότι το Ελληνικό χρέος δεν θα είναι βιώσιμο με τα κριτήρια του Ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης ESM.

Κάποιος θα πει ότι ο διπλασιασμός των επιτοκίων του Ελληνικού δεκαετούς δεν είναι απλή υπόθεση ακόμα και συνθήκες εξαίρεσης των Ελληνικών ομολόγων από τις αγορές. Δεν είναι έτσι γιατί τα επιτόκια του Ελληνικού δεκαετούς δεν εξαρτώνται μόνο από την επιλεξιμότητα των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ. Εξαρτώνται και από την πορεία των Ευρωπαϊκών επιτοκίων. Στη συνέντευξη τύπου της 16/12/2021 η διοικητής της κεντρικής τράπεζας κ. Lagarde κατέστησε σαφές ότι προτίθεται να αυξήσει το παρεμβατικό επιτόκιο της κεντρικής τράπεζας μέσα στο 2022. Σε συνδυασμό με τη σταδιακή μείωση και κατάργηση όλων των έκτακτων προγραμμάτων επαναγοράς ομολόγων αυτό σημαίνει ότι τα επιτόκια των Ευρωπαϊκών ομολόγων θα αυξηθούν μέσα στο 2022 από το ιστορικό χαμηλό που βρίσκονται τα τελευταία χρόνια. Οι αγορές ομολόγων δείχνουν να αντιλαμβάνονται αυτή την εξέλιξη αφού τα επιτόκια των Ευρωπαϊκών ομολόγων έχουν αυξηθεί από 0.22% (Γερμανία) μέχρι 0.67% (Ελλάδα) το τελευταίο χρόνο και τούτο παρά τα προγράμματα στήριξης που βρίσκονται σε ισχύ.

Αν στα παραπάνω προσθέσουμε την επάνοδο των όρων δημοσιονομικής σταθερότητας, αρχής γενομένης από τον προϋπολογισμό του 2022, αλλά και την επικαιροποίηση του συμφώνου σταθερότητας, που θα επαναφέρει σκληρούς όρους δημοσιονομικής πειθαρχίας για το περιορισμό του λόγου χρέους/ ΑΕΠ, μιλάμε για μια νέα περίοδο έντασης της λιτότητας. Τούτων λεγχθέντων είναι καλύτερα η κυβέρνηση και ο πολυπληθής φιλικός της τύπος να πουν την αλήθεια στο κόσμο αντί να προσπαθούν να «ροκανίσουν» το πολιτικό χρόνο για να μοιραστούν τα χρήματα του ταμείου ανάκαμψης σε ημετέρους.