Ινδονησία 1965: ιδιαιτερότητα και μέγεθος μιας υποδειγματικής καταστροφής (του Thierry Labica)

Η Τζακάρτα ως στάδιο του Ιμπεριαλισμού

Ινδονησία 1965: ιδιαιτερότητα και μέγεθος μιας υποδειγματικής καταστροφής

του Thierry Labica

18 Noεμβρίου – μετάφραση από το internationalviewpoint.org

Η μαζική καταστροφή που συνέβη στην Ινδονησία από τον Οκτώβριο του 1965 και μετά είναι σίγουρα μια από τις «ξεχασμένες» τραγωδίες, κάνοντας την ίδια την Ινδονησία –την 4η σε μέγεθος πληθυσμού χώρα στον κόσμο και ένα θησαυρoφυλάκιο πρώτων υλών– ένα είδος μη-τόπου.

Υπήρξαν πολλές μαζικές δολοφονίες, εκτελέσεις και γενοκτονίες μέσα στον 20ο αιώνα. Η αναγνώρισή τους είναι αμφιλεγόμενη, κάποιοι τις αναγνωρίζουν, άλλοι τις αμφισβητούν ή τις αρνούνται, ενώ ακόμα άλλοι μετά βίας μπαίνουν στο ιστορικό πεδίο του ζητήματος. Οι αρνητές του ολοκαυτώματος, που αμφισβητούν την εξόντωση των Εβραίων στην Ευρώπη, είναι μια επίμονη απειλή. Αυτό είναι όλο και πιο σοβαρό για διάφορες κτηνωδίες του 20ου αιώνα, όπου η άρνηση, η παραγραφή και η λήθη έχουν όντως κάνει τη δουλειά τους. Για παράδειγμα, ήταν μόλις τον Μάιο αυτού του χρόνου (2021) που η Γερμανία μέσω του υπουργού Εξωτερικών, αναγνώρισε την γενοκτονία των εθνών των Νάμα και Ερέρο τα χρόνια ανάμεσα το 1904 και 1908 («Θα χαρακτηρίσουμε επισήμως αυτά τα γεγονότα ως αυτό που είναι μέσα από τη σύγχρονη ματιά: γενοκτονίες»). Η αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων το 1915 υπόκειται ακόμα στις διπλωματικές ισορροπίες ισχύος διαφόρων δυνάμεων με τη Τουρκία.

Η ιστορική σιγή για την Ινδονησία είναι πιθανότατα αντανάκλαση της απότομης εξάλειψης ολόκληρων τμημάτων της ινδονησιακής κοινωνίας, των πολιτικών και πολιτιστικών θεσμών της, από ολόκληρες πτυχές της ζωής την περίοδο 1965-66. Τα πρόσφατα χρόνια, όμως, ο παραγωγός ντοκιμαντέρ Τζόσουα Οπενχάιμερ έχει εγείρει το ενδιαφέρον ενός πλατιού κοινού γι΄αυτή την ιστορία με το καταπληκτικό Η πράξη της δολοφονίας (Τhe Act of Killing) που κυκλοφόρησε το 2012, πριν ακολουθήσει το Η όψη της σιγής (The Look of Silence) το 2014.

 

Μια γενοκτονία με αντικομμουνιστικούς στόχους

Χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα την αποτυχημένη σύλληψη και τον θάνατο 6 αξιωματικών του ινδονησιακού στρατού, που ήταν ενάντιοι στον πρόεδρο και χαρισματικό αντι-ιμπεριαλιστή ηγέτη Σουκάρνο, ο στρατηγός Σουχάρτο ξεκίνησε μια επιχείρηση συστηματικής εκκαθάρισης του Κομμουνιστικού Κόμματος Ινδονησίας. Εκείνη την περίοδο θεωρείτο ότι ήταν το 3ο μεγαλύτερο ΚΚ στον κόσμο μετά από αυτά της ΕΣΣΔ και της Κίνας. Όλοι οι εργάτες και οι λαϊκές οργανώσεις (συνδικάτα, φεμινίστριες, πολιτιστικές οργανώσεις) και μεμονωμένα άτομα που είχαν μια πραγματική, απόμακρη ή και υποτιθέμενη σύνδεση με το ΚΚΙ κατασπαράχτηκαν. Ο απολογισμός των νεκρών εκτιμάται συχνά κοντά στο 1 εκατομμύριο. [Σημείωση του μεταφραστή: εξοντώθηκε επίσης η τροτσκιστική οργάνωση Acoma, που φαίνεται ότι αριθμούσε περί τους 4.000 αγωνιστές – βλ. σχετικά Λίβιο Μαϊτάν, Αναμνήσεις ενός κριτικού κομμουνιστή – Για μια ιστορία της 4 Διεθνούς, εκδ. Εργατική Πάλη.]

Για πολλούς ερευνητές που μελετούν τις γενοκτονίες, η εξόντωση του ΚΚΙ είναι αποδεκτή ως γενοκτονία. Ο ιστορικός Τζον Ρούζα, που πλέον συνιστά μια βασική αναφορά σε αυτό το επεισόδιο, παρατηρεί σχετικά:

«Η μαζική βία που ασκήθηκε το 1965-66 στην Ινδονησία μοιάζει με πρώτη ματιά να είναι πολιτική. Ήταν η εκκαθάριση ενός πολιτικού κόμματος, η εξάλειψη μιας πολιτικής τάσης μέσα στο πολιτικό σώμα, μια πολιτική γενοκτονία. Οι στόχοι αυτών των μαζικών συλλήψεων και δολοφονιών ήταν άνθρωποι σχετιζόμενοι με το ΚΚ. Τα θύματα ανήκαν σε όλα τα είδη των τομέων της κοινωνίας: αγρότες, μικροαστικά ελεύθερα επαγγέλματα, καλλιτέχνες, μικροαστοί, στρατιώτες, φοιτητές, εκπαιδευτικοί, γραφειοκράτες, και νοικοκυρές. Είχαν κοινό τους λίγο ή πολύ στενούς συνδέσμους με το ΚΚΙ και τις μαζικές του οργανώσεις».[1]

Για τον Ρούζα, όμως, αν μπορούμε να αναλύσουμε αυτή την καταστολή κοιτώντας μόνο το κράτος, τον στρατό, τις παραστρατιωτικές ομάδες, τον Ψυχρό Πόλεμο, μεταξύ άλλων, αυτές οι πτυχές διακινδυνεύουν να παραμεληθεί η οικονομική διάσταση της γενοκτονίας: «Η επίθεση του στρατού στο PKI ήταν επίσης μια επιθετική ενέργεια απέναντι στην εργατική τάξη». Η βιβλιογραφία για τη μαζική δολοφονία συχνά παραμένει ασαφής σε αυτό το σημείο. Όμως, ο Ρούζα επανέρχεται:

«Σχεδόν όλες οι αντικομμουνιστικές εκστρατείες ανά τον κόσμο έχουν υπάρξει ταυτόχρονα εκστρατείες ενάντια στην οργάνωση των εργατών. Και το αντίστροφο ισχύει εξίσου: σχεδόν όλες οι σφαγές εργατικών σωματείων δικαιολογούνταν στο όνομα της εκστρατείας ενάντια στον κομμουνισμό, είτε υπήρχε είτε δεν υπήρχε σύνδεση των συνδικάτων με ένα κομμουνιστικό κόμμα».

Ανακαλώντας πολλά παραδείγματα για το παραπάνω, ο Ρούζα φτάνει στο σημαντικό συμπέρασμα ότι «είναι δυνατόν να διαβάσεις εργασίες για γενοκτονίες χωρίς να βρεις ούτε μια σύνδεση με τον καπιταλισμό, και συμβαίνει να διαβάσεις μαρξιστικές αναλύσεις χωρίς να βρεις μια πλήρη ανάλυση για το γεγονός της γενοκτονίας». Γι’ αυτό τον συγγραφέα, μια από τις ιδιαιτερότητες του κεφαλαίου της Ινδονησίας είναι αυτή : «Η ιστορία της απόλυτης συντριβής της οργάνωσης των εργατών και της μαζικής δολοφονίας των εργατών στην Ινδονησία το 1965-66 είναι στο συνδυασμό αυτών των δύο»: της κρατικής βίας και της ταξικής βίας, της πολιτικής βίας και της οικονομικής βίας.[2]

Αν και ο Τζον Ρούζα δεν είναι σε καμιά περίπτωση ανίδεος ή σε θέση που υποτιμά την συνδρομή που προσέφεραν οι ΗΠΑ και η Βρετανία σε αυτή την επιχείρηση εξολόθρευσης και της διαρκούς παγίωσης του καθεστώτος του (ιδανικά βίαιου και διεφθαρμένου) Σουχάρτο, που πρόεκυψε από τη συγκυρία, η ανάλυση του είναι συγκεκριμένα επικεντρωμένη σε αυτό που φωτίζει πρώτα απ’ όλα τις σκοτεινές δυναμικές και σχέσεις εσωτερικών παραγόντων της ίδιας της ινδονησιακής κοινωνίας: Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά του ινδονησιακού κομμουνισμού και σε ποιο βαθμό υπήρχε παρουσία του στο στρατό, ενώ ήδη ήταν τόσο δικτυωμένο σε όλα τα επίπεδα της ινδονησιακής κοινωνίας; Ποιές ήταν οι συνέπειες και οι γεωγραφικές ανομοιογένειες του μακελειού; Αυτά είναι κάποια από τα ζητήματα που διερευνά ο Ρούζα.

Από μια πλήρως διαφορετική αλλά συμπληρωματική σκοπιά, ο αμερικάνος δημοσιογράφος και ερευνητής Βίνσεντ Μπέβινς πρόσφατα διερεύνησε το πεδίο που κατακτήθηκε από την ινδονησιακή πολιτική γενοκτονία στην παγκόσμια καταπολέμηση του κομμουνισμού. Στο βιβλίο του, εντοπίζει σε μια εντυπωσιακή μελέτη πως η «επιτυχής» εκκαθάριση –μαζί με την άνοδο στην εξουσία της βραζιλιάνικης στρατιωτικής δικτατορίας– αποτέλεσαν ένα υπόδειγμα και άμεση έμπνευση στις στρατηγικές εξάλειψης της αριστεράς στη Λατινική Αμερική.[3] Μια λεπτομέρεια, όσο δυσοίωνη και αν αποκαλύπτεται, ακολουθούμενη από τον Μπέβινς μέσα στο βιβλίο του: Επιχείρηση Τζακάρτα και Η Τζακάρτα έρχεται ήταν οι κωδικές ονομασίες και εκφράσεις που χρησιμοποιούνταν από τους βασανιστές στη προετοιμασία του περάσματος στην επίθεση. Ο Μπέβινς, ωστόσο, αναδεικνύει το παγκόσμιο κλίμα που προέκυψε από την αιματηρή εξάλειψη του ΚΚΙ, η σημασία της οποίας συνεπώς δεν περιοριζόταν στην Ινδονησία μόνο, ούτε καν μόνο στη Νοτιοανατολική Ασία. Ο Μπέβινς εξηγεί για παράδειγμα ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1970:

«ως κομμάτι της συνεργασίας της βραζιλιάνικης κυβέρνησης και των δεξιών δυνάμεων στη Χιλή, η λέξη “Τζακάρτα” απέκτησε νέα χρήση. Και στις δύο χώρες, η πρωτεύουσα της Ινδονησίας πλέον είχε το ίδιο νόημα. Operação Jacarta (Επιχείρηση Τζακάρτα)… ήταν το όνομα της μυστικής φάσης ενός σχεδίου εξόντωσης, σύμφωνα με τα έγγραφα που συλλέχθηκαν από την Επιτροπή Αλήθειας της Βραζιλίας. Καταθέσεις που μαζεύτηκαν μετά τη πτώση της δικτατορίας υποδεικνύουν πως η Operação Jacarta ήταν πιθανότατα μέρος της Operação Radar, η οποία επεδίωκε να καταστρέψει τον σκελετό του ΚΚ Βραζιλίας. Η Operação Jacarta στόχευε στη φυσική εξόντωση των κομμουνιστών. Προέβλεπε μαζική δολοφονία, όπως στην Ινδονησία.

Μολονότι οι Βραζιλιάνοι δεν ξεκίνησαν να ακούνε σχετικά με τη Operação Jacarta παρά μόνο τρία χρόνια αργότερα, η λέξη «Τζακάρτα» έκανε τη δημόσια εμφάνισή της στη Χιλή : “Στο Σαντιάγκο, ιδιαίτερα στα ανατολικά της πόλης, στους λόφους, όπου ζούσαν οι εύρωστες οικογένειες, κάποιος ξεκίνησε να γράφει μηνύματα στους τοίχους, σε διάφορες μορφές: ‘Η Τζακάρτα έρχεται, η Τζακάρτα θα είναι πικρή’ [Yakarta viene. Jakarta se acera.] Ή απλά μερικές φορές: ‘Τζακάρτα’». Σύμφωνα με τον Μπέβινς, τα γεγονότα στην Ινδονησία ήταν ήδη παρόντα στoν δεξιό λόγο στη Χιλή για χρόνια.[4]

 

Η στρατηγική του σοκ

Ο Ρόουζα φωτίζει την πολυπλοκότητα των εσωτερικών δυναμικών της ινδονησιακής κοινωνίας και την ταξική διάσταση της πολιτικής γενοκτονίας. Ο Μπέβινς αναδεικνύει το κλίμα που προέκυψε από τα γεγονότα του 1965-66 και το πραγματικό υπόδειγμα πολιτικής εξόντωσης, που ο ινδονησιακός στρατός κατέληξε να εκπροσωπεί αλλού στον κόσμο. Αλλά η τρίτη μελέτη, όντας πρόσφατη, προσθέτει ένα στοιχείο ιδιαιτερότητας που είναι αρκετά σημαντικό σχετικά με το κεφάλαιο της Ινδονησίας. Για τον ιστορικό Γουέν Κουίνγκ Ενγκόι, που εδρέυει στη Σιγκαπούρη, συνοψίζοντας μια από τις σημαντικές του αναλύσεις πολύ γρήγορα, το ινδονησιακό μακελειό ήταν για τις ΗΠΑ και τον βρετανό σύμμαχό τους, μια ανεστραμμένη εικόνα του Βιετνάμ, ένα επιτυχημένο Βιετνάμ με διαρκείς τοπικές επιπτώσεις.[5]

Στην Ινδονησία, ο στρατός υπό τις διαταγές του Σουχάρτο ήταν αρμόδιος για τα πάντα. Δεν χρειαζόταν άμεση στρατιωτική εμπλοκή: οι μυστικές υπηρεσίες, οι λίστες των μελών του ΚΚΙ προς εξόντωση, οι διάφορες μορφές λογιστικής υποστήριξης, τα όπλα ήταν αρκετά. Χάρη στην «τρομοκρατία ενάντια στο ΚΚΕ» (με τα λόγια του αμερικάνου πρόξενου στην περιοχή) ένα ενδεχόμενο που θεωρούταν καταστροφικό αποκλείστηκε, δηλαδή να δουν «το ΚΚΙ να κινητοποιεί και να ενώνει το ινδονησιακό έθνος», με κίνδυνο μιας Ινδονησίας «που προσφέρει δυνατό παράδειγμα στον αναπτυσσόμενο κόσμο, διευρύνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την απήχηση του κομμουνισμού, και προκαλώντας ζημιά στο κύρος της Δύσης».[6] Συνεπώς, κατόπιν της νίκης των Βρετανών στη Μαλάγια μετά από δώδεκα χρόνια πολέμου (μετονομάστηκε «κατάσταση έκτακτης ανάγκης») ενάντια σε μια κομμουνιστική εξέγερση (μεταξύ 1948 και 1960) και μετά την εφεύρεση ενός νέου «ανεξάρτητου» κράτους (Μαλαισία) με σύνορα σχεδιασμένα σύμφωνα με τις μετα-αποικιακές και νέο-ιμπεριαλιστικές ανάγκες της Βρετανίας, η Ινδονησία ολοκλήρωσε, σαν κεντρικός πόλος έλξης, τον περιφερειακό εγκλωβισμό της Κομμουνιστικής Ασίας: μια διαδοχή των συμμάχων των ΗΠΑ –Ταϊλάνδη, Μαλαισία, Σιγκαπούρη, Ινδονησία, Φιλιππίνες– σχημάτιζαν πλέον ένα «τόξο περίκλεισης» για το επαναστατικό Βιετνάμ και την περικυκλωμένη Κίνα ( όπως έκαναν και η Ιαπωνία και η Κορέα). Με αυτό τον τρόπο, αν και η ιμπεριαλιστική ήττα στο Βιετνάμ ήταν σίγουρα πέρα για πέρα πραγματική, η αγγλοαμερικάνικη νίκη σε περιφερειακό επίπεδο, λιγότερο γνωστή και αναγνωρισμένη, σύμφωνα με τον Ενγκόι, ήταν εξίσου πραγματική. Οι συνέπειες θα ήταν μετέπειτα βαθειές και διαρκείς.

Αυτό είναι βεβαίως απεικονισμένο σήμερα στις σοβαρές εντάσεις αυτή την περίοδο στη Νότια Σινική Θάλασσα, όπου η επεκτατικότητα της Κίνας σημαίνει ίσως κατά κύριο λόγο την αμφισβήτηση της αγγλοαμερικάνικης τάξης πραγμάτων στη περιοχή της Νοτιανατολικής Ασίας, αποτέλεσμα των στρατηγικών εξόντωσης των αγώνων για ανεξαρτησία της σινο-μαλαϊάνικης αγροτιάς και των αντικομμουνιστικών μαζικών τάφων της Σουμάτρα, της Ιάβα ή του Μπαλί (πριν οι ίδιες συντριβές χτυπήσουν το Ανατολικό Τιμόρ).

Υποσημειώσεις

[1] Στο τρίτο του βιβλίο για το ζήτημα: Θαμμένες Ιστορίες: Οι αντικομμουνιστικές σφαγές του 1965-66 στην Ινδονησία, Ουινσκόνσιν U.P. 2020.

[2] Ρούζα,Θαμμένες ζωές, σελ.214, 216.

[3] Η μέθοδος Τζακάρτα: Η αντικομμουνιστική Σταυροφορία της Ουάσινγκτον και το Πρόγραμμα Μαζικής Δολοφονίας που διαμόρφωσε τον κόσμο, Public Affairs, 2020.

[4] Μπέβινς, Η μέθοδος Τζακάρτα, σελ. 193-94.

[5] Το τόξο της περίκλεισης: Η Βρετανία, οι ΗΠΑ και ο Αντικομμουνισμός στη Νοτιοανατολική Ασία, Σινγκαπούρη, ISEAS Δημοσίευση, 2019.

[6] Μαρκ Κέρτις, Ο ιστός της απάτης: Ο πραγματικός ρόλος της Βρετανίας στον Κόσμο, Vintage Original, 2003.