Κίνα: Αναδύεται ένας νέος ιμπεριαλισμός (του Πιερ Ρουσέ)

Κίνα: Αναδύεται ένας νέος ιμπεριαλισμός

του Πιερ Ρουσέ

18 Nοεμβρίου 2021 – μετάφραση από το internationaviewpoint.org

Ο σχηματισμός ενός νέου ιμπεριαλισμού είναι κάτι σπάνιο.[1] Απαιτεί πολλές προϋποθέσεις, που σχετίζονται με τη διεθνή κατάσταση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας χώρας. Από αυτή τη διπλή σκοπιά, η ανάδυση της Κίνας μας έχει θέσει ιδιαίτερα ερωτήματα.

Γνωρίζαμε ότι ο ιμπεριαλισμός μπορούσε να γεννηθεί έξω από τη δυτική σφαίρα. Έτσι συνέβη στην Ιαπωνία. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία ήταν μέρος ενός αρκετά τυπικού πλαισίου ανάλυσης. Η δημιουργία δυτικών αυτοκρατοριών δεν ήταν ολοκληρωμένη στη Βορειοανατολική Ασία, οι μεγάλες δυνάμεις συναγωνίζονταν για τον έλεγχο της Κίνας, το ιαπωνικό καθεστώς μπορούσε να αντιδράσει προληπτικά. Όσο για την κοινωνική δομή της χώρας, φαινόταν ουσιαστικά ανάλογη με αυτή των ευρωπαϊκών χωρών, με την παλινόρθωση των Μεϊτζί (1868) να διασφαλίζει τη μετάβαση από μια ύστερη φεουδαρχία σε έναν σύγχρονο καπιταλισμό: επιταχυνόμενη εκβιομηχάνιση, συγκρότηση ενός ισχυρού στρατού που αποδείχθηκε πιο επιδέξιος από της Ρωσίας (για πρώτη φορά, μια ευρωπαϊκή δύναμη ηττήθηκε από μια ασιατική χώρα, ένα γεγονός σημαντικό, που προκάλεσε γεωπολιτικό «σεισμό»). Η Ιαπωνία ήταν επομένως το τελευταίο ιμπεριαλιστικό κράτος που μπόρεσε να σχηματιστεί στο ξεκίνημα του 20ού αιώνα.

Ο μετασχηματισμός της τεράστιας Ρωσικής Αυτοκρατορίας σε σύγχρονο ιμπεριαλισμό είχε πράγματι αποτύχει, κυρίως λόγω των συνεπειών της ήττας της από την Ιαπωνία κατά τον ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο (1904-1905): οι στρατιωτικές της ικανότητες κατέρρευσαν, ο στόλος καταστράφηκε σε δύο φάσεις: αρχικά αυτός με έδρα τη Σιβηρία, μετά αυτός με έδρα τη Βαλτική, που στάλθηκε ως ενίσχυση. Στο εσωτερικό πολιτικό επίπεδο, η κατάρρευση ήρθε αντιμέτωπη με την επανάσταση του 1905, η οποία έφερε και την κρίση του τσαρικού καθεστώτος. Ηττημένη στην Ανατολή από τον νέο ιαπωνικό ιμπεριαλισμό, στη συνέχεια στη Δύση από τη Γερμανία κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ρωσία βάδιζε προς ένα εξαρτημένο ή ακρωτηριασμένο κράτος – μια μοίρα από την οποία γλίτωσε χάρη στην επανάσταση του 1917.

Με τον σχηματισμό των αποικιακών αυτοκρατοριών, μια πρώτη διαίρεση του κόσμου είχε σχεδόν ολοκληρωθεί: στο εξής, το διακύβευμα των ενδοϊμπεριαλιστικών συγκρούσεων θα ήταν η τροποποίηση αυτής της διαίρεσης.

Στο επίκεντρο της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και των γεωπολιτικών εντάσεων

Στις αρχές του 21ου αιώνα, η Κίνα του Σι Τζινπίνγκ καθιερώθηκε ως η δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη στον κόσμο, στην καρδιά της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Προβάλλει τη δύναμή της σε όλες τις ηπείρους και όλους τους ωκεανούς. Για τον Σι: «Σε μια εποχή οικονομικής παγκοσμιοποίησης, το άνοιγμα και η ενσωμάτωση είναι μια ασταμάτητη ιστορική τάση. Η ανέγερση τειχών ή η “αποσύνδεση” έρχεται σε αντίθεση με τους οικονομικούς νόμους και τις αρχές της αγοράς». Ο Philip S. Golub σημειώνει ότι «το κόμμα-κράτος έχει διεκδικήσει το δικαίωμα να είναι υπέρμαχος του ελεύθερου εμπορίου και των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών… αφαιρώντας ορισμένα από τα εμπόδια που εμποδίζουν την ξένη πρόσβαση σε τμήματα των εγχώριων κεφαλαιαγορών και εκδίδοντας άδειες σε μεγάλους ομίλους των ΗΠΑ για να λειτουργούν θυγατρικές εταιρείες που ελέγχουν πλήρως –ή πλειοψηφικά– σε εξειδικευμένες αγορές».[2] Σύμφωνα με τον Economist (5 Σεπτεμβρίου 2020): «Η Κίνα δημιουργεί ευκαιρίες (που το ξένο κεφάλαιο δεν περίμενε, τουλάχιστον όχι τόσο γρήγορα)». Το μέγεθος του αμερικανικού κεφαλαίου που εισρέει στην Κίνα είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, επειδή «πολλές κινεζικές εταιρείες που εκδίδουν μετοχές έχουν θυγατρικές σε offshore φορολογικούς παραδείσους». Σύμφωνα με μια έκθεση που δημοσιεύθηκε από το Investment Monitor στις 13 Ιουλίου 2021, η Κίνα έχει περισσότερες θυγατρικές στα νησιά Κέιμαν από οποιαδήποτε άλλη χώρα «μετά τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ταϊβάν».

Ικανό να επιτάσσει τους δικούς του όρους σε βασικούς βιομηχανικούς τομείς, το κινεζικό κράτος πιλοτάρει την οικονομία της Κίνας, τροφοδοτώντας ένα τεράστιο πελατειακό δίκτυο που ενισχύεται από την ικανότητα του κόμματος να επιβάλλει έναν ευρύ έλεγχο της κοινωνίας. Δεν έχουμε να κάνουμε με μία «σοσιαλιστική αγορά με κινεζικά χαρακτηριστικά», αλλά με ένα καπιταλιστικό κράτος ουσιαστικά προικισμένο με «κινεζικά χαρακτηριστικά».[3] Από την Ινδία μέχρι τη Νότια Κορέα, δεν είναι κάτι νέο στην Ασία το κράτος να οδηγεί την καπιταλιστική ανάπτυξη. Σε διάφορες μορφές, πολλές κυρίαρχες ολιγαρχίες συνδυάζουν ιδιωτικό, στρατιωτικό και κρατικό κεφάλαιο. Η σύνδεση μεταξύ τους «επιτυγχάνεται» συχνά μέσω μεγάλων οικογενειών που είναι ιδιοκτήτες.

Κληρονόμος μιας μακράς και ιδιαίτερα περίπλοκης ιστορίας, ο κινεζικός κοινωνικός σχηματισμός είναι πολύ ετερογενής. Σαν «εργαστήριο» του κόσμου, η οικονομία του παραμένει εν μέρει εξαρτημένη από ξένα κεφάλαια ως προς την εισαγωγή εξαρτημάτων ή ανταλλακτικών. Ωστόσο, προσφέρει επίσης τη βάση για ανεξάρτητη διεθνή ανάπτυξη. Σε ορισμένους τομείς, παράγει προηγμένες τεχνολογίες, σε άλλους, δεν μπορεί να καλύψει τη διαφορά – όπως στους προχωρημένους ημιαγωγούς. Βιώνει κρίσεις υπερπαραγωγής (και χρέους) καπιταλιστικού τύπου, που πλήττουν σκληρά την ακίνητη περιουσία, κάτι που αντικατοπτρίζεται από την παραλίγο χρεοκοπία του κολοσσού Evergrande. Μέχρι στιγμής, όλες οι προβλέψεις για το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων έχουν διαψευσθεί[4] – αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα παραμείνει έτσι. Όπως σημειώνει ο Romaric Godin: «Δεν έχει γίνει γνωστή στον κόσμο μια πιθανή κινεζική κρίση, αλλά οι αντιφάσεις του κρατικού καπιταλισμού της Λαϊκής Δημοκρατίας φαίνεται να βαθαίνουν όλο και περισσότερο».

Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, η κινεζική ηγεσία προετοίμαζε τη διεθνή επέκτασή της. Με πιο ομαλές βλέψεις υπό τον Ντενγκ Ξιάο Πινγκ, πιο επιθετικά υπό τον Σι Τζινπίνγκ. Η επέκταση αυτή έχει εσωτερικούς οικονομικούς οδηγούς (να βρουν δηλαδή εργατικά χέρια ή διεξόδους για τομείς με χαμηλό κέρδος και υπερπαραγωγή, όπως ο χάλυβας και το τσιμέντο). Απευθύνεται σε βαθιές πολιτιστικές πηγές – με το να επαναφέρει σε σημαντική θέση το Μέσο Βασίλειο, να σταματήσει τους εξευτελισμούς της αποικιακής κυριαρχίας, να προσφέρει μια παγκόσμια εναλλακτική στο Δυτικό μοντέλο πολιτισμού. Προωθεί έτσι έναν εθνικισμό Μεγάλης Δύναμης που νομιμοποιεί το καθεστώς και τη φιλοδοξία της να προκαλεί την υπεροχή των ΗΠΑ.

Βρισκόμαστε σε μια «κλασική» κατάσταση, όπου η καθιερωμένη μεγάλη δύναμη (ΗΠΑ) αντιμετωπίζει την εμφάνιση μιας αναπτυσσόμενης δύναμης (Κίνα).

Διεθνείς προϋποθέσεις

Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό που ήταν αδύνατο στις αρχές του 20ου αιώνα (η εμφάνιση ενός νέου ιμπεριαλισμού) στα τέλη του 21ου; Με τον κίνδυνο να φανεί απλουστευτικό, επισημαίνουμε δύο χρονικές περιόδους.

Μετά τη ρωσική (1917) και την κινεζική επανάσταση (1949), το μεγαλύτερο μέρος της Ευρασίας ξέφυγε από την άμεση κυριαρχία των γιαπωνέζων και δυτικών ιμπεριαλιστών, κατακτώντας μια θέση ανεξαρτησίας, χωρίς την οποία, τίποτα από όσα συνέβη αργότερα δεν θα ήταν δυνατό.

Μετά τη διεθνή ήττα των επαναστατικών κινημάτων τη δεκαετία του 1980, από τη μια, και τη διάλυση της ΕΣΣΔ από την άλλη, η κυρίαρχη πτέρυγα της διεθνούς αστικής τάξης διέπραξε το αμάρτημα της έπαρσης, νομίζοντας ότι στο εξής η αδιαίρετη κυριαρχία της ήταν εξασφαλισμένη. Δεν θεώρησε, φαίνεται, ότι η νεοφιλελεύθερη παγκόσμια τάξη πραγμάτων που επέβαλε θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από το Πεκίνο προς όφελός του, με την επιτυχία που έχουμε δει.

Κινέζικοι μετασχηματισμοί

Οι αναλύσεις που υποστηρίζουν ότι η τρέχουσα κινεζική διεθνής πολιτική δεν είναι ιμπεριαλιστική βασίζονται στη συνέχεια του καθεστώτος από το 1949 έως σήμερα, αλλά αυτή η συνέχεια είναι μόνο κατ’ όνομα: η Λαϊκή Δημοκρατία (ΛΔΚ), το Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ), ο σημαντικός κρατικός οικονομικός τομέας. Υπάρχουν σίγουρα συνέχειες, ιδιαίτερα πολιτιστικές, συμπεριλαμβανομένης της μακράς γραφειοκρατικής παράδοσης της Αυτοκρατορίας που διακοσμεί τα σύγχρονα καθεστώτα με μια ιστορική «κανονικότητα». Οι ασυνέχειες, ωστόσο, επικρατούν – και μάλιστα με μεγάλη διαφορά. Υπήρξε πράγματι επανάσταση και αντεπανάσταση, όπως αποδεικνύεται από τους διαδοχικούς ξεσηκωμούς των κοινωνικών τάξεων.

Η θέση του βιομηχανικού προλεταριάτου. Όταν ανακηρύχθηκε η Λαϊκή Δημοκρατία, το ΚΚΚ έπρεπε να ξαναχτίσει μια κοινωνική βάση στα αστικά κέντρα. Για να το κάνει αυτό, προσκολλήθηκε στην εργατική τάξη, με τις δύο έννοιες της λέξης: υποτάσσοντάς την και παρέχοντάς της σημαντικά κοινωνικά οφέλη.

Πολιτικά, η εργατική τάξη κρατήθηκε υπό τον έλεγχο του κόμματος· δεν «καθοδήγησε» ούτε τη βιομηχανία ούτε τη χώρα. Οι εργάτες τοποθετούνταν σε μονάδες εργασίας, όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι γης στη γαλλική παράδοση. Η εργατική τάξη των νέων κρατικών επιχειρήσεων απολάμβανε ωστόσο σημαντικά κοινωνικά πλεονεκτήματα (ισόβια απασχόληση κ.λπ.). Κανένα άλλο κοινωνικό στρώμα δεν είχε τόσο πλεονεκτική κοινωνική θέση, εκτός φυσικά από τη γραφειοκρατία των πολιτικο-κρατικών οργάνων εξουσίας.

Η κατάσταση των γυναικών των λαϊκών στρωμάτων. Οι δύο εμβληματικοί νόμοι που εγκρίθηκαν στον απόηχο της κατάκτησης της εξουσίας ωφέλησαν τις απλές γυναίκες: ίσα δικαιώματα στο γάμο και μια αγροτική μεταρρύθμιση που τις περιλάμβανε.

Οι παλιές άρχουσες τάξεις. Μόλις εδραιώθηκε η Λαϊκή Δημοκρατία και, ανεξάρτητα ποια ήταν η προσωπική μοίρα του ενός ή του άλλου μέλους της κινέζικης ελίτ, οι παλιές άρχουσες τάξεις (η αστική τάξη των πόλεων και οι ευγενείς της υπαίθρου) διαλύθηκαν.

Το μαοϊκό καθεστώς εδραιώθηκε μετά από μια κοινωνική, εθνικιστική, αντιιμπεριαλιστική και αντικαπιταλιστική επανάσταση – μια διαδικασία διαρκούς επανάστασης.[5] Είχε βαθιές λαϊκές ρίζες, αλλά παρόλα αυτά ήταν αυταρχικό, διαμορφωμένο ιδίως μέσα σε δεκαετίες πολέμου. Η δημοκρατική κληρονομιά των κοινωνικών κινητοποιήσεων ειδικά σε σχέση με την στρατηγική του «λαϊκού πολέμου» παρέμεινε ζωντανή, αλλά παρόλα αυτά, το κόμμα-κράτος συγκροτούσε το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε η γραφειοκρατικοποίηση (ως διαδικασία). Δεν ήταν σοσιαλισμός, αλλά μια μεταβατική κοινωνία της οποίας το αποτέλεσμα ήταν αβέβαιο.[6]

Η κρίση του μαοϊκού καθεστώτος. Όλες οι αντιφάσεις που ήταν εγγενείς στο μαοϊκό καθεστώς εξερράγησαν κατά τη διάρκεια της κακώς ονομαζόμενης Πολιτιστικής Επανάστασης (1966-1969).[7] Αυτή ήταν μια παγκόσμια κρίση μεγάλης πολυπλοκότητας, που δεν μπορούμε να συνοψίσουμε εδώ, κατά τη διάρκεια της οποίας η διοίκηση και το κόμμα θρυμματίστηκαν – μόνο ο στρατός παρέμεινε σε θέση να επέμβει συνεκτικά σε εθνικό επίπεδο. Ο Μάο έκανε τελικά έκκληση στο στρατό για να επιβάλει μια επιστροφή στην τάξη δια της καταστολής, στρεφόμενος ενάντια στους Κόκκινους Φρουρούς και τις εργατικές ομάδες που τον υποστήριζαν. Στη δεκαετία του 1970, αυτό άνοιξε το δρόμο για τη σκοταδιστική δικτατορία της «Συμμορίας των Τεσσάρων», την τελική νίκη της γραφειοκρατικής αντεπανάστασης. Η καταστροφική έκβαση της ΜΠΠΠ (Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση) επικύρωσε τη θανατηφόρα κρίση του μαοϊκού καθεστώτος και τον πολιτικό θάνατο του Μάο Τσε Τουνγκ, δέκα χρόνια πριν από τον φυσικό του θάνατο.[8]

Η γραφειοκρατική αντεπανάσταση δημιούργησε γόνιμο έδαφος για την αστική αντεπανάσταση, σπάζοντας τις λαϊκές κινητοποιήσεις με την επιστροφή στην εξουσία του Ντενγκ Ξιάο Πινγκ, επιζώντα των εκκαθαρίσεων της Πολιτιστικής Επανάστασης, που παρουσιάστηκε ως η επιστροφή στη λογική. Λίγα χρόνια αργότερα, έγινε φανερό ότι αυτό που στη δεκαετία του 1960 ήταν μια συκοφαντία για να δικαιολογηθούν οι εκκαθαρίσεις, πλέον στη δεκαετία του 1980 αποτελούσε πραγματικότητα: ο Ντενγκ τώρα ενσάρκωνε την καπιταλιστική επιλογή μέσα στη νέα ηγεσία του ΚΚΚ.

Η αντεπανάσταση της δεκαετίας του 1980. Υπό την ώθηση του Ντενγκ Ξιάο Πινγκ, ο πυρήνας της γραφειοκρατίας προετοίμασε τον μετασχηματισμό της, την «αστικοποίηση» και την επανένταξη της χώρας στην καπιταλιστική παγκόσμια αγορά. Με αυτό τον τρόπο, επωφελήθηκε από εξαιρετικά πλεονεκτήματα:

– Όσον αφορά στην κληρονομιά του μαοϊκού καθεστώτος: ένα ανεξάρτητο κράτος, βιομηχανία και τεχνολογία, μορφωμένος και καταρτισμένος λαός…

– Όσον αφορά στην κληρονομιά της αποικιακής περιόδου: το Χονγκ Κονγκ (βρετανική αποικία), το Μακάο (πορτογαλική αποικία) και η Ταϊβάν (προτεκτοράτο των ΗΠΑ) ήταν ορθάνοιχτες πόρτες στην παγκόσμια αγορά και τη διεθνή χρηματοδότηση, που προσέφεραν τεχνογνωσία διοίκησης που δεν υπήρχε στην ηπειρωτική χώρα, επιτρέποντας τις μεταφορές τεχνολογίας (το Μακάο ήταν ιδανικός δίαυλος για την παράκαμψη νόμων και κανονισμών).

– Η δυνατότητα συνεργασίας με ισχυρό υπερεθνικό κινεζικό κεφάλαιο στη βάση ενός σταθερού συμβιβασμού: το τελευταίο έλαβε προνομιακή μεταχείριση στην Κίνα, ενώ γνώριζε ότι μόνο η κυβέρνηση και το ΚΚΚ μπορούσαν να εγγυηθούν τη διατήρηση της ενότητας της χώρας-ηπείρου.

– Το εγγενές βάρος της Κίνας (γεωγραφικό και δημογραφικό μέγεθος) – μια χώρα όπως το Βιετνάμ μπορεί να ακολουθήσει την ίδια εξέλιξη με τη γειτονική της, αλλά δεν μπορεί να φιλοδοξεί να γίνει η μεγάλη δύναμη.

Ο επιταχυνόμενος καπιταλιστικός μετασχηματισμός της Κίνας δεν ολοκληρώθηκε χωρίς να προκληθεί μια ιστορική ήττα στις λαϊκές τάξεις, κατά τη διάρκεια της μαζικής καταστολής, γνωστής ως Τιενανμέν, τον Απρίλιο του 1989 (πλήττεται ολόκληρη η χώρα, όχι μόνο το Πεκίνο). Μια ήττα που εντάσσεται στη νέα διάρθρωση των κοινωνικών τάξεων.

Το προλεταριάτο. Η εργατική τάξη των κρατικών επιχειρήσεων αντιστάθηκε με επιμονή στην εντατικοποίηση της εργασίας που ζητούσαν οι αρχές, έτσι ώστε, ως έσχατη λύση, η κυβέρνηση αποφάσισε να την αποσύρει σε μεγάλο βαθμό από την παραγωγή, ενώ συνέχισε να την πληρώνει με διάφορα τεχνάσματα. Η έξοδος της αγροτιάς κατέστησε δυνατή τη συγκρότηση ενός νέου προλεταριάτου, ειδικά στις ελεύθερες ζώνες. Το 70% των γυναικών εκείνη την εποχή ήταν εργάτριες χωρίς χαρτιά (απαγορευόταν στην Κίνα η αλλαγή κατοικίας χωρίς επίσημη άδεια). Το τέλειο εργατικό δυναμικό για την υπερεκμετάλλευση που χαρακτηρίζει την περίοδο της πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου. Η πρώτη γενιά μεταναστριών από το εσωτερικό υπέφερε περιμένοντας να επιστρέψει στα χωριά. Η δεύτερη γενιά ξεκίνησε τον αγώνα για την ενσωμάτωσή της έχοντας την υποστήριξη πολλών οργανώσεων.

Η ανατροπή της κοινωνικής και ιδεολογικής τάξης. Οι πνευματικές ελίτ, που παλιότερα βρίσκονταν στον πάτο της κοινωνικής ιεραρχίας, τώρα ανέβηκαν για άλλη μια φορά. Οι γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων έγιναν αόρατες. Ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ υποστήριζε τις αρετές της «διάχυσης του πλούτου προς τα κάτω μέσω μηχανισμών της αγοράς» (τα κέρδη και ο πλούτος λίγων υποτίθεται προαναγγέλλουν τον πλούτο όλων). Ο κρατικός οικονομικός τομέας λειτουργούσε πλέον σε συμβίωση με το ιδιωτικό κεφάλαιο. Η Κίνα κατέχει ρεκόρ στον αριθμό των δισεκατομμυριούχων, οι οποίοι βρίσκονται στα ηγετικά όργανα του ΚΚΚ.

Μεγάλη δύναμη, ιμπεριαλισμός και αλληλεξάρτηση

Δεν υπάρχει μεγάλη καπιταλιστική δύναμη που να μην είναι ιμπεριαλιστική. Η Κίνα δεν αποτελεί εξαίρεση. Μερικά παραδείγματα:

– Ο έλεγχος της «περιφέρειάς» της. Χάρη στην ανάπτυξη ενός δικτύου μεταφορών υψηλής ταχύτητας, το Θιβέτ έχει γίνει προορισμός εποικισμού. Στο Ανατολικό Τουρκεστάν (Ζιντσιάνγκ), η μουσουλμανική πλειονότητα του Ουιγουρικού πληθυσμού έχει υποβληθεί σε μια σειρά από μέτρα από την εξαναγκαστική απορρόφηση μέχρι τον μαζικό εγκλεισμό, με στόχο, το λιγότερο, την πολιτιστική γενοκτονία.[9] Η συμφωνία που εγγυόταν τον σεβασμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων του λαού του Χονγκ Κονγκ κατά τη διάρκεια της παράδοσης της αποικίας («μια χώρα, δύο συστήματα») έχει απορριφθεί μονομερώς από τον Σι Τζινπίνγκ. Μετά από χρόνια λαϊκής αντίστασης, το Πεκίνο έχει επιβάλει την κατασταλτική του τάξη, ποινικοποιώντας ανεξάρτητες οργανώσεις (εξαναγκαστική διάλυση), καταδικάζοντας κάθε διαφωνούντα σε βαριές ποινές. Το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, η ελευθερία των λαών στην αυτοδιάθεση, δεν αποτελεί πλέον ζήτημα στην προέλαση της αυτοκρατορίας.

– Για να προστατεύσει τις επενδύσεις της στην εοχή των «νέων Δρόμων του Μεταξιού» και για να σιγουρέψει την πρόσβαση στον Ινδικό Ωκεανό (τους «διαδρόμους»), το Πεκίνο δεν διστάζει να υποστηρίξει τις χειρότερες δικτατορίες (όπως στη Βιρμανία) και να επέμβει στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών (όπως το Πακιστάν).[10]

– Η προσωρινή παράλυση των ΗΠΑ (το βάλτωμα στη Μέση Ανατολή) έχει επιτρέψει στον Σι Τζινπίνγκ να στρατιωτικοποιήσει ολόκληρη τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, πέρνοντας τον έλεγχο θαλάσσιων περιοχών που ανοίκουν στις παραποτάμιες χώρες, από τις Φιλιππίνες μέχρι το Βιετνάμ. Το Πεκίνο αρνείται (δικαιωματικά) την πολιτική της μεγάλης δύναμης των ΗΠΑ στην περιοχή, αλλά δεν διστάζει να κάνει χρήση της συντριπτικής υπεροχής των θαλάσσιων δυνάμεων του ενάντια στους γείτονές του.

  • Για να εξασφαλίσει τις θαλάσσιες γραμμές του (εμπορικές ή στρατιωτικές), το Πεκίνο έχει αποκτήσει λιμάνια σε πολλές χώρες, από την Σρι Λάνκα ως την Ελλάδα, χρησιμοποιώντας το όπλο του χρέους, όπου είναι αναγκαίο. Η αδυναμία πληρωμής μπορεί να του επιτρέψει να απαιτήσει την εκχώρηση λιμενικού εδάφους στην κινέζικη επικράτει για μια περίοδο έως και 99 χρόνων (αυτό ήταν και το αποικιακό καθεστώς του Χονγκ Κονγκ!).

– Με την προβολή της διεθνώς, η Κίνα συμμετέχει πλέον στη διαίρεση των ζωνών επιρροής στον Νότιο Ειρηνικό Ωκεανό διεκδικώντας σημαντικό θαλάσσιο χώρο.

Οι ΗΠΑ ήταν και παραμένουν η κύρια ιμπεριαλιστική δύναμη, η πρώτη πηγή παγκόσμιας στρατιωτικοποίησης, πολέμων και αστάθειας. Αυτό είναι σημαντικό να σημειωθεί. Δεν θα δοθεί έμφαση σε αυτό τώρα, μόνο στο σημείο ότι ο Μπάιντεν πέτυχε να επικεντρωθεί εκ νέου η στρατηγική των ΗΠΑ στο μεγάλο θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων του Ινδο-Ειρηνικού. Ο Ομπάμα το ήθελε αυτό, αλλά δεν τα κατάφερε, καθώς είχε εμπλακεί στη Μέση Ανατολή.[11] Υπάρχει μια συνέχεια μεταξύ των πολιτικών του Ντόναλντ Τραμπ και εκείνων του Τζο Μπάιντεν. Η πολιτική του τελευταίου, ωστόσο, εμφανίζεται πιο συνεκτική από εκείνη του Τραμπ.[12]

Αντιμέτωπο με την απειλή των ΗΠΑ, το μαοϊκό καθεστώς είχε αναπτύξει μια αμυντική στρατηγική με άξονα τον στρατό, τη λαϊκή κινητοποίηση και τις διαστάσεις της χώρας: ένας εισβολέας θα χανόταν εκεί. Από την άλλη, μια μεγάλη δύναμη πρέπει να επιβληθεί στη θάλασσα (όπως και, σήμερα, στο διάστημα και την τεχνητή νοημοσύνη). Οι ναυτικές αεροπορικές δυνάμεις ήταν ο πρώτος στρατιωτικός άξονας της πολιτικής του Σι Τζινπίνγκ που κινητοποιεί τους πόρους της χώρας για να σημειώσει ταχεία πρόοδο σε άλλους τομείς.

Με αυτόν τον τρόπο, το σημερινό κινεζικό καθεστώς συμμετέχει στη δυναμική της στρατιωτικοποίησης όλου του κόσμου (και επομένως στην επιδείνωση της κλιματικής κρίσης). Κάποιοι από την Αριστερά μιλούν για το «δικαίωμα» της Κίνας να απαιτεί τη θέση της στον ήλιο, αλλά από πότε πρέπει να υπερασπιστούμε τα «δικαιώματα» ενός καθεστώτος και όχι των λαών;

Η ένταση μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου για το ζήτημα της Ταϊβάν βρίσκεται τώρα στο αποκορύφωμα.[13] Υπάρχουν δύο αντίθετες λογικές. Αυτή των κρατών που εμπλέκονται σε έντονο, διαρκή ανταγωνισμό και αυτή της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, όπου κυριαρχεί η αλληλεξάρτηση όσον αφορά στις τεχνολογίες, τις αλυσίδες παραγωγής –«αλυσίδες αξίας» – το εμπόριο ή τη χρηματοδότηση. Ο ανταγωνισμός διεξάγεται σε όλους τους τομείς και τα «στρατόπεδα» εμφανίζονται σε μια παγκοσμιοποιημένη αγορά και ένα παγκοσμιοποιημένο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Όποιες κι αν είναι οι αντιφάσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η παγκοσμιοποίηση, η καπιταλιστική «αποπαγκοσμιοποίηση» της οικονομίας φαίνεται να είναι ένα στοίχημα υψηλού ρίσκου. Η αλληλεξάρτηση είναι τέτοια που μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι ένας πόλεμος δεν είναι προς το συμφέρον των αστικών τάξεων τόσο της Κίνας όσο και των ΗΠΑ: αλλά η ένταση είναι τέτοια που δεν μπορούμε να αποκλείσουμε μια κατρακύλα που θα έχει «εκρηκτικές» συνέπειες. Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο μετέωρη αφού και οι δύο πρόεδροι, Μπάιντεν και Σι, αντιμετωπίζουν μια εύθραυστη εσωτερική κατάσταση.

Πού οδεύει η Κίνα; Θα αποφύγω να προσπαθήσω να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση, την αφήνω σε αυτούς που ξέρουν πιο πολλά από εμένα. Θα ήταν κάτι αν το ΚΚΚ εξακολουθούσε να κυβερνά τη χώρα, αλλά αυτό δεν ισχύει πλέον. Πλέον είναι η κλίκα του Σι Τζινπίνγκ που κυβερνά. Η τελευταία επέβαλε αλλαγή πολιτικού καθεστώτος.[14] Παλιότερα, μια συλλογική ηγεσία κατάφερε να προετοιμάσει μια σειρά από γενιές στην κεφαλή του κόμματος – ένας παράγοντας σταθερότητας. Σήμερα, η φατρία Σι Τζινπίνγκ από μόνη της κατέχει την εξουσία. Μετά από αιματηρές εκκαθαρίσεις και την τροποποίηση του Συντάγματος, μπορεί να ισχυρίζεται μια αέναη ηγεσία.

Και στην Κίνα επίσης, η επιλογή του πολιτικού προσωπικού γίνεται παράλογη σε σχέση με τα συλλογικά συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων.

 

[1] Ο όρος «ιμπεριαλισμός» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα ιστορικά πλαίσια. Εδώ χρησιμοποιείται με τη σημασία μιας μεγάλης καπιταλιστικής δύναμης.

[2] Philip S. Golub, Le Monde Diplomatique, Νοέμβριος 2021, “Wall Street’s unlikely new romance with China”

[3] Philip S. Golub, ό.π.

[4] Αυτό σημειώνεται από τον Πολ Κρούγκμαν στις δικές του προβλέψεις, New York Times, 22 Οκτωβρίου 2021.

[5] Πιερ Ρουσέ, “The Chinese Experience and the Theory of Permanent Revolution”.

[6] Γι’ αυτό είναι καλύτερα να μην χρησιμοποιούμε τη φόρμουλα της μεταβατικής κοινωνίας προς τον σοσιαλισμό.

[7] Είναι πλέον σύνηθες να χρησιμοποιείται ο όρος «Πολιτιστική Επανάσταση» όταν αναφέρονται σε ολόκληρη την περίοδο από το 1966 έως το 1976. Αυτό γίνεται για να περιπλέξουν μέσα στην ίδια περίοδο τα χρόνια της «αναταραχής» που προηγήθηκαν της καταστολής του 1968-1969 και αυτά μιας ασταθούς γραφειοκρατικής ομαλοποίησης.

[8] Πιερ Ρουσέ, “XXth Century Chinese revolutions – II – China, Maoism and popular power, 1949–1969”

[9] Ντανιέλ Τανούρο, “ A look back at the history of East Turkestan and the geopolitics of Central Asia”.

[10] Για μια επισκόπηση αυτού του θέματος, βλ. Globalization Monitor, “China’s overseas investments in the Belt and Road Era. A people’s and environmental perspective”, Αύγουστος 2021.

[11] The Guardian, “Barack Obama’s ‘Asian pivot’ failed. China is in the ascendancy”, 25 Σεπτεμβρίου 2016.

[12] Νταν λα Μποτζ, New Politics, “Biden Focuses U.S. Foreign Policy on Challenging China”, 13 Οκτωβρίου 2021.

[13] Brian Hide, Spectre, “Caught Between the Two Superpowers”, 4 Νοεμβρίου 2021.

[14] Au Loong Yu, Pierre Rousset, ESSF, “The 19th Congress of the Chinese Communist Party – Modernisation by a pre-modern bureaucracy?”, 22 Οκτωβρίου 2017.

 

 

 

Ο Σι Τζινπίνγκ εγκωμιάζει την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΚ

 

του Πιερ Ρουσέ

27 Νοεμβρίου – μετάφραση από το internationalviewpoint.org

 

Η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος Kίνας (ΚΚΚ) συνεδρίασε ολομελειακά από τις 8 έως τις 11 Νοεμβρίου. Έδωσε την ευκαιρία στον Σι Τζινπίνγκ να φωνάξει δυνατά και ξεκάθαρα τους επαίνους προς το πρόσωπό του και να περιθωριοποιήσει περαιτέρω τις αντιπολιτεύσεις εντός του κόμματος, έναν χρόνο πριν από το 20ο Συνέδριό του.

Σύμφωνα με το ψήφισμα που υιοθετήθηκε από την πειθήνια προς τον Σι Τζινπίνγκ Κεντρική Επιτροπή, οι σύγχρονοι καιροί αντιπροσωπεύουν «το πιο μεγαλοπρεπές έπος στην ιστορία του κινεζικού έθνους για χιλιάδες χρόνια», «o σοσιαλισμός με κινεζικά χαρακτηριστικά έχει εισέλθει σε μια νέα εποχή» από το 2012 (η άνοδος στην εξουσία του Σι Τζινπίνγκ), του οποίου «η σκέψη είναι η πεμπτουσία της ψυχής και του πολιτισμού της Κίνας» και του οποίου η παρουσία στην «καρδιά» του κόμματος «είναι αποφασιστικής σημασίας (…) για την προώθηση της ιστορικής διαδικασίας της μεγάλης αναζωογόνησης του κινεζικού έθνους». [1]

Άνευ προηγουμένου συγκέντρωση εξουσίας

Ο Σι κατέχει τις θέσεις του Γενικού Γραμματέα του ΚΚΚ, Προέδρου της Δημοκρατίας και Προέδρου της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής. Τροποποίησε το Σύνταγμα ώστε να μπορεί να παραμείνει στην εξουσία για μια ζωή, εάν το επιθυμούσε. Επέβαλε μια ομοιογενή ηγετική ομάδα αποτελούμενη από μέλη της δικής του κλίκας, κάτι που αντιβαίνει σε κάθε συλλογική λειτουργία. Στο 19ο Συνέδριο του ΚΚΚ (το 2017), είχε αλλάξει τον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας, ο οποίος προηγουμένως μοιραζόταν μεταξύ του κόμματος, της κυβέρνησης και του στρατού. Αν και [σ’ αυτό το προηγούμενο μοντέλο] το κόμμα, στην καρδιά του κράτους, διατηρούσε το μονοπώλιο του πολιτικού ελέγχου, αυτό το σύστημα εξασφάλιζε κάποια ευελιξία στη λειτουργία των τρεχουσών υποθέσεων σε μια χώρα-ήπειρο. Η προσωπολατρία του Σι είναι οπλισμένη με όλα τα μέσα κοινωνικού ελέγχου που οι σύγχρονες τεχνικές καθιστούν δυνατά (τα οποία η Κίνα δεν είναι η μόνη που χρησιμοποιεί).

Για να αποφύγει μια τέτοια συγκέντρωση εξουσίας από έναν άνθρωπο, ο Ντενγκ Ξιάο Πινγκ είχε δημιουργήσει μια μέθοδο διορισμού του πολιτικού γραφείου που επέτρεπε τη συνένωση αρκετών κομματιών και γενεών σε αυτό, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η ανανέωση των ηγετικών οργάνων κάθε πέντε με δέκα χρόνια. Αυτό δεν ισχύει πλέον για τον Σι.

Η επιρροή του Σι Τζινπίνγκ στην εξουσία δεν εδραιώθηκε χωρίς τη βίαιη διευθέτηση πολιτικών λογαριασμών, απομακρύνσεις και εκκαθαρίσεις. Συνοδευόταν από μια ιδεολογική εκστρατεία με φεουδαρχικούς υπαινιγμούς που αναφέρονται στην προ-αυτοκρατορική Κίνα. Δεν μπορεί κανείς να έχει πρόσβαση στα ανώτατα επίπεδα ιεραρχίας χωρίς να ανήκει σε μια σπουδαία οικογένεια, χωρίς να έχει «κόκκινο αίμα», χωρίς να είναι γιος ενός «κόκκινου πρίγκιπα», ενός από τους ιστορικούς ηγέτες της κινεζικής επανάστασης. Η συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών του κόμματος βλέπει ως εκ τούτου τους εαυτούς τους να απομακρύνονται από την εξουσία από την αρχή.

Με αυτόν τον τρόπο, ο Σι Τζινπίνγκ έχει κάνει πολλούς εχθρούς που δεν έχει καταφέρει να εξαλείψει ή να εξουδετερώσει σε ένα κόμμα που έχει περίπου 80 εκατομμύρια μέλη. Είναι καταδικασμένος σε μια αέναη κούρσα προκειμένου να αποτρέψει τους αντιπάλους του από το να ανασυνταχθούν και να τους αποκόψει από τον πληθυσμό. Επομένως, προφανώς σκέφτεται να επαναφέρει στο 20ο συνέδριο τη θέση του προέδρου του Κόμματος, η οποία είχε καταργηθεί.

 

Σι, ένας νέος Μάο;

Ο Σι Τζινπίνγκ συγκρίνει τον εαυτό του με τον Μάο Τσετούνγκ (με την έννοια ότι είναι καλύτερος από αυτόν) και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης γενικά επικυρώνουν την αναλογία, ξεχνώντας ότι ανάμεσα στη βασιλεία των δύο αντρών, η ιστορία έχει ξετυλιχτεί, με τη αλληλοδιαδοχή επαναστάσεων και κοινωνικών ή πολιτικών αντεπαναστάσεων. [2] Ακόμη, ανήκουν σε δύο διαφορετικές εποχές: στο μακροχρόνιο επαναστατικό κύμα που ξεκίνησε από τη ρωσική επανάσταση του 1917 και τελειώνει στην Ασία στα τέλη της δεκαετίας του 1970, το οποίο κορυφώθηκε με τις νίκες των Κινέζων (1949) και των Βιετναμέζων (1975) και στο έπειτα μακρύ αντεπαναστατικό κύμα, το οποίο γενικεύτηκε τη δεκαετία του 1980 και του οποίου το τίμημα εξακολουθούμε να πληρώνουμε σήμερα, με το αποκορύφωμά του στην Ασία στη σινο-βιετναμέζικη σύγκρουση (1979) και, για την Κίνα, στη συντριβή των λαϊκών κινημάτων το 1989 (σφαγές που συμβαίνουν σε πολλές πόλεις της χώρας και όχι μόνο στο Πεκίνο, γύρω από την πλατεία Τιενανμέν).

Όπως επισημαίνει ο Au Loongyu: «Είναι προφανές ότι ο Σι προσπάθησε να μιμηθεί τον Πρόεδρο Μάο από πολλές απόψεις, πρώτα απ’ όλα να μιμηθεί την προσωπολατρεία του στο βαθμό που ακόμη και οι οπαδοί των αστέρων του κινηματογράφου και τα παιδιά που παίζουν διαδικτυακά παιχνίδια αντιμετωπίζονται τώρα ως απειλή για την κρατική θρησκεία της “Σκέψης του Σι”. Αλλά η ομοιότητα των δύο που προβάλλονται ως αλάθητοι ηγέτες δεν υπερβαίνει αυτό το σημείο.

Η Κίνα του Μάο δεν προχώρησε ποτέ στον “σοσιαλισμό” ή τον “κομμουνισμό” και η “Πολιτιστική Επανάσταση” ήταν η καταστροφή της κουλτούρας. Το καθεστώς του μέχρι τότε ήταν, ωστόσο, σίγουρα αντικαπιταλιστικό, ή ακόμη και ενάντια στην αγορά, στο βαθμό που ακόμη και οι μικροί και οι ατομικοί ιδιοκτήτες είχαν απαγορευτεί. […] Ο Σο είναι ένας καπιταλιστικός οδοστρωτήρας, ο οποίος μπορεί να κάνει τα κόκαλα του Προέδρου Μάο να τρίζουν».[3]

Ένα άρθρο στο Bloomberg έχει να πει τα παρακάτω για την υποτιθέμενη καταστολή του Σι στην καπιταλιστική τάξη:

«Τα στοιχεία… δείχνουν ότι σε οικονομικά θέματα ο Σι δεν είναι ο Μάο, με την έννοια ότι θέλει να ανακατευθύνει τις ενέργειες των επιχειρηματιών, όχι να τους εξαλείψει ως τάξη…. Ούτε ασπάζεται πλήρως την ισότητα του Μάο. Όσον αφορά την ευημερία, οι ανώτεροι υπασπιστές του είναι πιο κοντά στους νεοφιλελεύθερους παρά στους σοσιαλιστές. Κατά την άποψή τους, τα επιδόματα προς τους φτωχούς προωθούν μόνο την τεμπελιά.
[…] Η ουσία του θέματος, ωστόσο, είναι ότι ενώ ο Μάο ήταν χαρισματικός, ο Σι είναι μόνο ένας νάνος.

Ο Σι είναι απλά ένας νάνος. Η ιδέα του Μάο και η πράξη της “επανάστασης” περιείχαν ισχυρές δόσεις της κλασικής κινεζικής ιδέας “μιας επανάστασης της οποίας μοναδικός σκοπός είναι να αντικαταστήσει μια παλιά δυναστεία με μια νέα».* Γι’ αυτό είχε εμμονή με την αντίληψη της απόλυτης προσωπικής εξουσίας. Ωστόσο ήταν ένας επαναστάτης με μεγάλο όραμα και ταλέντο, και απολάμβανε μεγάλη δημοτικότητα λόγω του επιτεύγματός του. Ο Σι, από την άλλη πλευρά, είναι απλώς ο επικεφαλής της κρατικής γραφειοκρατίας, και μάλιστα χωρίς να έχει φαντασία. Το να διαβάζεις τα έργα του είναι βασανιστικά βαρετό. Αυτή η τεράστια διαφορά ταλέντου και ιδιοσυγκρασίας αποκαλύπτει επίσης ένα ευρύ χάσμα στις αντίστοιχες πράξεις τους. Ο Μάο ήταν βέβαιος ότι όταν κάλεσε τους νέους να κάνουν μια «επανάσταση» στο ίδιο του το Κόμμα το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960,, οι τελευταίοι δεν θα στρέφονταν εναντίον του. Ο Σι δεν θα τολμούσε ποτέ να δοκιμάσει έναν τέτοιο ελιγμό. Ο κρατικός μηχανισμός είναι η μόνη δύναμη με την οποία ο Σί αισθάνεται άνετα. Οι διαδηλώσεις στο δρόμο είναι το τελευταίο πράγμα που θέλει. Με αυτή την έντονη αντίθεση, οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ της πολιτικής του Σι με την Πολιτιστική Επανάσταση του Μάο φαίνεται παράλογη». [4]

Μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει τον όρο κλίκα για να αναφερθεί στην ηγεσία του Σι Τζινπίνγκ, επειδή αποτελείται από άβουλους υποτακτικούς. Αυτό δεν ίσχυε για τη νέα ηγεσία των Μαοϊκών, όταν επικράτησαν στο κόμμα κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Πορείας (1934-1935). Ο Μάο ήταν η κυρίαρχη φιγούρα, αλλά ήταν σε θέση να περιβάλλει τον εαυτό του με ισχυρές προσωπικότητες με πολύ ποικίλο πολιτικό υπόβαθρο εντός του ΚΚΚ (μερικοί από αυτούς είχαν προηγουμένως αντιταχθεί σε αυτόν) και με ποικίλες εμπειρίες: Τσεν Γι, Τσεν Γιουν, Ντενγκ Ξιάο Πινγκ, Ντονγκ Μπιού, Λιν Μπιάο, Λιού Μποτσένγκ, Λιού Σαόκι, Πενγκ Ντεχουάι, Τσου Ενλάι, Τσου Ντε (όλοι άνδρες). [5]

Εάν μια τέτοια ομάδα βασικών στελεχών μπόρεσε να υπάρξει, ήταν επειδή ανταποκρίθηκε σε ένα κεντρικό ζήτημα: να σπάσει την υποταγή του ΚΚΚ στη Μόσχα – μια υποταγή που είχε οδηγήσει σε καταστροφή το 1927 και τα επόμενη χρόνια. Η Κομμουνιστική Διεθνής είχε γίνει ο δίαυλος της Μόσχας και η λατρεία του Στάλιν το ιδεολογικό τσιμέντο. Μέσα στο ΚΚΚ, η φράξια Γουάνγκ Μινγκ ήταν ο πράκτοράς της. Στην πηγή αυτού που μετεξελίχθηκε σε προσωπολατρία του Μάο Τσετούνγκ, υπήρχε η επιθυμία να αντισταθμιστεί μια εξουσία κινεζικής σκέψης και δράσης στον σοβιετικό «μεγάλο αδελφό». Αυτή η λατρεία τελικά πήρε «παραληρηματικές» διαστάσεις όταν, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, η ηγεσία του κόμματος κατέρρευσε και ο Μάο κάλεσε τη νεολαία να κινητοποιηθεί εναντίον των αντιπάλων του.

Συντελεστής αστάθειας

Η κλίκα του Σι Τζινπίνγκ αντιπροσωπεύει μόνο ένα κομμάτι των αρχουσών τάξεων στην Κίνα. Η ηγεμονία του είναι εύθραυστη. Είναι πιθανό ότι δεν θα τεθεί υπό αμφισβήτηση όσο το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού αυξάνεται, όσο οι γονείς πιστεύουν ότι τα παιδιά τους θα ζήσουν καλύτερα. Δεν υπάρχει καμία εγγύηση, ωστόσο, ότι η χώρα θα ξεφύγει από την ύφεση για μεγάλο ακόμα διάστημα. Η κρίση των ακινήτων βρίσκεται σε ιστορικά υψηλό επίπεδο, με φόντο μια απειλητική γενική κρίση χρέους. Η πιλοτική κατάσταση της οικονομίας έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να αποφευχθεί η έκρηξη της φούσκας του χρέους, αλλά θα είναι πάντα έτσι;

Ενώ διανέμει προνόμια σε πολίτες που αξίζουν και καθιστά τον εθνικισμό της Μεγάλης Δύναμης έναν από τους κύριους πυλώνες του καθεστώτος, το ΚΚΚ διεξάγει εκστρατείες καταστολής εναντίον στόχων που μερικές φορές είναι περισσότερο συμβολικοί παρά επικίνδυνοι: ΛΟΑΤ+ ομάδες, φεμινιστικές προσωπικότητες, οι λεγόμενοι προδότες της πατρίδας, οι οποίοι έχουν επιτρέψει και οι ίδιοι υπερβολική ειρωνεία στα κοινωνικά δίκτυα… Σύμφωνα με τον Σι, το κόμμα βρίσκεται έτσι σε μια αέναη κατάσταση για προληπτικά χτυπήματα, προκειμένου να τραβήξει το αυτί σε κάθε κίνημα για δημοκρατία και ισότητα. Αυτή είναι μια ακραία συντηρητική αντίδραση, από φόβο για μια λαϊκή εξέγερση από τα κάτω.

Όπως είχε ανακοινώσει το πολιτικό γραφείο που προηγήθηκε της ολομέλειας του ΚΚ, η επανεγγραφή της επίσημης ιστορίας που ψηφίστηκε από την Κεντρική Επιτροπή είχε έναν και μόνο σκοπό: να ενισχύσει τη θέση του ισχυρού άνδρα του καθεστώτος: «[είναι] απαραίτητο να υποστηριχθεί η κεντρική θέση του Γενικού Γραμματέα Σι Τζινπίνγκ. (…) Το σύνολο του κόμματος θα πρέπει να προσπαθήσει να κατανοήσει τους λόγους της επιτυχίας του ΚΚΚ τα τελευταία εκατό χρόνια και πώς μπορεί να εξασφαλίσει την επιτυχία στο μέλλον, ακολουθώντας την αρχή του ιστορικού υλισμού και μέσω μιας σωστής αντίληψης της ιστορίας του ΚΚΚ». [6]

Για την Chloé Froissart: «Η πρόκληση είναι να συσπειρωθεί “ο λαός, το κόμμα και ο στρατός” πίσω από τον εθνικό μύθο, που ανεγέρθηκε στο βαθμό μιας θρησκείας. Το ψήφισμα αποτελεί μέρος των συνεχιζόμενων προσπαθειών του ΚΚΚ για καθιέρωση μιας ορθοδοξίας, η οποία βασίζεται από το 2013 στην καταγγελία οποιασδήποτε εναλλακτικής ερμηνείας της ιστορίας, η οποία αναφέρεται ως “ιστορικός μηδενισμός”». [7]

Η θέση του Σι Τζινπίνγκ, ωστόσο, δεν φαίνεται ακόμη να έχει εδραιωθεί. H Chloé Froissart σημειώνει ότι αυτό το ψήφισμα δεν φαίνεται «να λαμβάνεται με τόσο ενθουσιασμό όσο αναμενόταν εντός του κόμματος: δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί τέσσερις ημέρες μετά το τέλος της ολομέλειας». Επιπλέον, αν και «το ανάστημα του Σι Τσινπινγκ είναι σαφώς ενισχυμένο και ξεχωρίζει, αυτή η ολομέλεια δεν τον κάνει ίσο του Μάο. Η δήλωση ανέφερε ότι ο γραμματέας του πρώτου κόμματος “έκανε ένα νέο άλμα στην κινεζοποίηση του μαρξισμού”, υπονομεύοντας τη φιλοδοξία του να αναγνωριστεί ως θεωρητικός ίσος με τον ιδρυτή του καθεστώτος. Στην πραγματικότητα, η σκέψη του εξακολουθεί να αναφέρεται με τη μπερδεμένη φράση “Η σκέψη του Σι Τσινπινγκ για ένα κινέζικο στιλ σοσιαλισμού σε μια νέα εποχή”. Το γεγονός ότι δεν έχει συντομευτεί στο «Σκέψη του Σι Τζινπινγκ» δείχνει ότι δεν έχει ακόμη επιτύχει τη νομιμοποίηση της “Σκέψης του Μάο Τσετούνγκ”. [8] […] Η απουσία της σύντμησης της σκέψης του προέδρου και οι καθυστερήσεις στην έκδοση του τελικού κειμένου του ψηφίσματος σίγουρα δείχνουν ότι ο Σι εξακολουθεί να αντιμετωπίζει κάποια επιφυλακτικότητα στην κορυφή για να επιβάλει πλήρως την εξουσία του».

Υποσημειώσεις

[1] Αποσπάσματα από μια ενημέρωση του AFP.

[2] Βλ. Pierre Rousset, 13 Νοεμβρίου 2021, “China: a new imperialism emerges” (μετάφραση στα ελληνικά στο okde.gr).

[3] Au Loongyu, 22 Σεπτεμβρίου 2021, “China and Xi Jinping: Reaction, not Revolution”, Borderless Movements, 22 9 月, 2021.

[4] Andrew Browne, Bloomberg, 4 Σεπτεμβρίου 2021, “Could China’s Crackdown Be a Second Cultural Revolution?”.

[5] Pierre Rousset, ESSF, 18 Αυγούστου 2008, “La Chine du XXe siècle en révolution – III – Annexe 1 : six coups de projecteur”.

[6] Σύμφωνα με τον Frédéric Lemaître, Le Monde, 8 Νοεμβρίου 2021.

[7] Chloé Froissart, The Conversation, 16 Νοεμβρίου 2021, “Parti communiste chinois: une nouvelle ère?”.

[8] Η «σκέψη του Σί Τσινπιγκ για τον σοσιαλισμό με κινεζικά χαρακτηριστικά για μια νέα εποχή», που συνήθως συντομεύεται ως «Σκέψη του Σι Τσινπιγκ» , είναι ένα σύνολο πολιτικών και ιδεών συντομευμένων σε 14 σημεία, που προέρχονται από τα γραπτά και τις ομιλίες του ίδιου. Πρώτη αναφορά στον «όρο» έγινε επίσημα στο 19ο Εθνικό Συνέδριο του ΚΚΚ το 2017, στο οποίο συστήθηκε το Σύνταγμα του ΚΚΚ. Στην Πρώτη Σύνοδο του 13ου Εθνικού Λαϊκού Συνεδρίου στις 11 Μαρτίου 2018, το προοίμιο του Συντάγματος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας τροποποιήθηκε για να αναφέρει τη σκέψη Σι Τσινπινγκ. (σημείωση του μεταφραστή)