Σε αναζήτηση των άγνωστων πλευρών μας, μια «Νύχτα στην Ιγκουάνα» (του Δημήτρη Κατσορίδα) 

Σε αναζήτηση των άγνωστων πλευρών μας, μια «Νύχτα στην Ιγκουάνα»

 

Του Δημήτρη Κατσορίδα 

 
«Η Νύχτα της Ιγκουάνα», του Τενεσί Ουίλιαμς, το οποίο είναι το τελευταίο έργο του, και στα καθ’ ημάς σκηνοθέτησε η Μαρία Μαγκανάρη, παίζεται στο θέατρο «Πορεία».

Η υπό­θε­ση δια­δρα­μα­τί­ζε­ται σε κά­ποια πα­ρα­θα­λάσ­σια του­ρι­στι­κή πε­ριο­χή του Με­ξι­κού, σε ένα ξε­νο­δο­χείο, το Costa Verde (Πρά­σι­νη Ακτή), στο οποίο συ­να­ντιού­νται διά­φο­ροι τύποι αν­θρώ­πων. Από αυ­τούς, κά­ποιοι είναι δια­βρω­μέ­νοι από τον σκο­τει­νό τους εαυτό, όπως ο απο­σχη­μα­τι­σμέ­νος ιε­ρέ­ας Λό­ρενς Σάνον ή η πα­ρακ­μια­κή ξε­νο­δό­χος Μαξίν Φολκ με εμ­μο­νή σε ένα ζωώδη ερω­τι­σμό χωρίς όρια, και κά­ποιοι άλλοι, οι οποί­οι πα­ρου­σιά­ζουν μια ποιό­τη­τα χα­ρα­κτή­ρα με στοι­χεία που δί­νουν έμ­φα­ση στην κα­τα­νό­η­ση, στην εξή­γη­ση, στην αγάπη και ανα­δει­κνύ­ουν το αν­θρώ­πι­νο στοι­χείο στον άν­θρω­πο, όπως η ζω­γρά­φος Χάνα Τζελκς και ο τυ­φλός ποι­η­τής παπ­πούς της, εντού­τοις απο­δέ­χο­νται με ιώ­βεια υπο­μο­νή την νο­ση­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα γύρω τους, πε­ρι­η­γού­με­νοι ως άλλοι νο­μά­δες, χωρίς ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο τόπο, χωρίς πρό­ταγ­μα, και τε­λι­κά χωρίς νόημα και προ­ο­ρι­σμό.

Ο Σάνον βρί­σκε­ται σε μια σχάση ανά­με­σα στις δύο γυ­ναί­κες. Η μεν πρώτη, του ανα­δει­κνύ­ει τον σκο­τει­νό εαυτό του (σεξ, αι­σθη­σια­σμός, αμαρ­τία, ενο­χές, εγκλω­βι­σμός), γι’ αυτό όταν μιλά μαζί της υπάρ­χει έντα­ση και οργή, ενώ η δεύ­τε­ρη ανα­δει­κνύ­ει τα αν­θρώ­πι­να στοι­χεία του (κα­λο­σύ­νη, σκέψη, συ­ναί­σθη­μα, πνευ­μα­τι­κό­τη­τα, δη­μιουρ­γία), γι’ αυτό όταν συν­δια­λέ­γε­ται μαζί της είναι ήρε­μος. Μας θυ­μί­ζει κάτι σαν την Αρετή και την Κακία της μυ­θο­λο­γί­ας. Ποιο δρόμο θα επι­λέ­ξει;    

Ο διά­λο­γος με­τα­ξύ Σάνον και Χάνας φέρ­νει στην επι­φά­νεια διά­φο­ρα υπαρ­ξια­κά ζη­τή­μα­τα που δια­κα­τέ­χουν τους αν­θρώ­πους, όπως για πα­ρά­δειγ­μα για το τι ση­μαί­νει «τα­ξί­δι», τόσο ως με­τα­κί­νη­ση όσο κυ­ρί­ως προς την ανα­κά­λυ­ψη των άγνω­στων πλευ­ρών του εαυ­τού μας (σκο­τει­νών ή/και φω­τει­νών), ή για τη μο­να­ξιά του τα­ξι­διού ή για το τι είναι επί της ου­σί­ας «σπίτι». Για τη Χάνα, το χτί­σι­μο του σπι­τιού είναι στην καρ­διά ενός άλλου αν­θρώ­που, δη­λα­δή η Αγάπη. Πόσο σπου­δαίο είναι αυτό!!! Είναι ο θε­μέ­λιος λίθος, ο  πιο ση­μα­ντι­κός, για να χτι­στεί κα­τό­πιν το υλικό μέρος ενός σπι­τιού. Εδώ, βέ­βαια, φαί­νε­ται και η αντί­φα­σή της, η οποία ενώ θε­ω­ρεί πως το σπίτι χτί­ζε­ται στην καρ­διά του άλλου αν­θρώ­που, εντού­τοις αυτό από μόνο του δεν φτά­νει, εφό­σον η ίδια διά­γει τη ζωή ενός πλά­νη­τα, που δεν ρι­ζώ­νει που­θε­νά, αλλά όλο ανα­χω­ρεί (ανα­χω­ρη­τι­σμός).

«Η Νύχτα της Ιγκουά­να» είναι ένα έργο που ίσως θέλει να δεί­ξει την ανα­ζή­τη­ση των συ­ναι­σθη­μά­των στους αν­θρώ­πους, την ανά­γκη της εξη­μέ­ρω­σης ή ότι οι σκιές του εαυ­τού μας μπο­ρούν να μας πα­ρέ­χουν τη δυ­να­τό­τη­τα τόσο της κα­τα­στρο­φής όσο και της δη­μιουρ­γι­κό­τη­τας. Τέλος, «Η Νύχτα της Ιγκουά­να», ίσως επι­διώ­κει να ανα­δεί­ξει το σπου­δαιό­τε­ρο: την ανά­γκη για αν­θρώ­πι­νη επαφή (φρο­ντί­δα, αγκα­λιά, χάδια, τρυ­φε­ρό­τη­τα, ηρε­μία). Όπως ακρι­βώς, η Ιγκουά­να.