Αξία, Υπεραξία, Κέρδος, Τιμές Παραγωγής και Πλεονάζον Κεφάλαιο (Eρνέστ Μαντέλ, 1973)

Μια απάντηση στον Τζέοφ Χόντζσον (Άνοιξη 1973)

Από την επιθεώρηση International, της Διεθνούς Μαρξιστικής Ομάδας (International Marxist Group – τότε βρετανικό τμήμα της Ενιαίας Γραμματείας της 4ης Διεθνούς), τόμ. 2, αρ. 1, Άνοιξη 1973, σελ. 63-64 – μετάφραση από το Marxists Internet Archive.

 

Το άρθρο του συντρόφου Χόντζσον σχετικά με την Μόνιμη Οικονομία των Εξοπλισμών,[1] που εμφανίστηκε στο International, αρ. 8, είναι ενδιαφέρον και προκαλεί σκέψεις. Τις περισσότερες πολεμικές ενάντια σε συγκεκριμένες θέσεις του IS [International Socialists – Διεθνείς Σοσιαλιστές, η διεθνής τάση του βρετανικού ΣΕΚ] στην οικονομική θεωρία μπορεί κανείς εύκολα να τις εγκρίνει. Αλλά αυτές οι πολεμικές εξασθενούν αισθητά, διότι, ως αποτέλεσμα μιας εσφαλμένης αντίληψης για τη φύση των τιμών παραγωγής, δεν πηγαίνουν στην καρδιά του θέματος.

Ακολουθώντας την παράδοση που καθιερώθηκε από τη συζήτηση για το λεγόμενο πρόβλημα του «μετασχηματισμού των αξιών σε τιμές παραγωγής» –μια παράδοση που ξεκινά από τον Γερμανό συγγραφέα φον Μπορτκίεβιτς και που στη συνέχεια υιοθετήθηκε από τον Πολ Σουίζι και τον οικονομολόγο του Κέιμπριτζ Πιέρο Σράφα–,[2] ο σύντροφος Χόντζσον αμφισβητεί τη «λύση» του Μαρξ σε αυτό το «πρόβλημα», η οποία βασίζεται στο θεώρημα ότι το συνολικό άθροισμα των αξιών πρέπει να ισούται με το συνολικό άθροισμα των τιμών παραγωγής.

Στη βάση αυτής της συζήτησης υπάρχει μια παρανόηση σχετικά με την ίδια τη φύση των τιμών παραγωγής. Στη θεωρία του Μαρξ, οι «τιμές παραγωγής» δεν είναι «τιμές» με την τρέχουσα έννοια της λέξης, δηλαδή δεν έχουν καμία σχέση με το χρήμα ή τις νομισματικές μονάδες. Είναι, επομένως, παραπλανητικό να εισάγει κανείς στη συζήτηση τον πληθωρισμό και τις αλλαγές νομισματικών μονάδων, ώστε να αμφισβητήσει τον «ρεαλισμό» του θεωρήματος ότι το άθροισμα των τιμών παραγωγής πρέπει να ισούται με το άθροισμα των αξιών. Εξ’ ορισμού, γίνεται αφαίρεση από νομισματικές διακυμάνσεις στην ανάλυση των τιμών παραγωγής. Να ασχολείται κανείς σε αυτό το πλαίσιο με νομισματικές μονάδες, σημαίνει να αρχίζει μια αχρείαστη διαμάχη με τον Μαρξ.

Ο Μαρξ εισάγει την έννοια των «τιμών παραγωγής» στον 3ο τόμο του Κεφαλαίου αποκλειστικά με έναν σκοπό: για να δείξει πώς το συνολικό άθροισμα της υπεραξίας που παράγεται από την παραγωγική μισθωτή εργασία κατανέμεται μεταξύ των καπιταλιστών, όχι σε συνάρτηση με τον καταμερισμό της μισθωτής εργασίας μεταξύ μεμονωμένων επιχειρήσεων, αλλά σε συνάρτηση με τα μερίδια του συνολικού κεφαλαίου που κάθε μία απ’ αυτές απασχολεί. Αυτό που προσπαθεί να λύσει ο Μαρξ δεν είναι το πρόβλημα των διακυμάνσεων των τιμών στην αγορά, αλλά το πρόβλημα του μετασχηματισμού της υπεραξίας σε κέρδος.[3] Οι «τιμές παραγωγής» προκύπτουν από τη διαδικασία εξίσωσης του ποσοστού κέρδους μεταξύ διαφορετικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων: όλος ο τρόπος που έχει δομηθεί ο 3ος τόμος του Κεφαλαίου το καθιστά αυτό ολοκάθαρο.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η αμφισβήτηση της ισότητας μεταξύ του αθροιστικού συνόλου των παραγόμενων αξιών και του αθροίσματος των τιμών παραγωγής των εμπορευμάτων δεν είναι απλώς αμφισβήτηση μιας μαθηματικής μεθόδου υπολογισμού ή ενός «αριθμητικού σφάλματος», που υποτίθεται  διαπράχθηκε από τον Καρλ Μαρξ. Σημάινει αμφισβήτηση ολόκληρης της θεωρίας της υπεραξίας, και ως εκ τούτου της μαρξιστικής εκδοχής της ίδιας της εργασιακής θεωρίας της αξίας, του ίδιου του ακρογωνιαίου λίθου της οικονομικής θεωρίας του Μαρξ.

Γιατί, μόλις γίνει κατανοητό ότι οι «τιμές παραγωγής» διαφέρουν από τις «αξίες» μόνο ως αποτέλεσμα της κατανομής των συνολικών κερδών μεταξύ διαφορετικών βιομηχανικών επιχειρήσεων, προκύπτει αμέσως ότι το άθροισμα των τιμών παραγωγής θα μπορούσε να διαφέρει από το άθροισμα των αξιών μόνο εάν και όταν το άθροισμα των κερδών θα μπορούσε να διαφέρει από το άθροισμα της υπεραξίας. Αυτό οδηγεί έπειτα στο ερώτημα: από πού θα μπορούσε να προέλθει αυτή η διαφορά;

Ο σύντροφος Χόντζσον επιμένει σωστά στο βασικό ρόλο που παίζει στη θεωρία του Μαρξ η παραγωγή της υπεραξίας κατά τη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας. Όταν ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, η διαθέσιμη μάζα υπεραξίας είναι μια δοσμένη ποσότητα. Εξαρτάται από τον καταμερισμό του συνολικού χρόνου εργασίας, που δαπανάται από τους παραγωγικούς μισθωτούς εργαζόμενους, μεταξύ του χρόνου που απαιτείται για την αναπαραγωγή της εργατικής τους δύναμης (η παραγωγή των «καταναλωτικών αγαθών» τους) και της υπερεργασίας, που δαπανάται για την παραγωγή υπεραξίας. Αυτός ο καταμερισμός ολοκληρώνεται για μια δεδομένη χρονική περίοδο, μόλις ολοκληρωθεί η παραγωγική διαδικασία και οι εργαζόμενοι έχουν λάβει και έχουν ξοδέψει τους μισθούς τους. Αυτό σημαίνει ότι η συνολική μάζα υπεραξίας προκαθορίζεται από αυτό που συνέβη στη παραγωγική διαδικασία και στην πληρωμή των μισθών. Αυτή η μάζα δεν μπορεί να αλλάξει, ούτε να μειωθεί ούτε να αυξηθεί, οτιδήποτε κι αν συμβεί στην αγορά, κατά τη διαδικασία του ανταγωνισμού ή κατά την κυκλοφορία εμπορευμάτων και κεφαλαίων. Η διαδικασία κυκλοφορίας και ανταγωνισμού μπορεί να τροποποιήσει μόνο την κατανομή της μάζας της υπεραξίας, όχι την ίδια την ποσότητα αυτής της μάζας. Εάν το άθροισμα των συνολικών κερδών επρόκειτο να είναι χαμηλότερο ή υψηλότερο από το συνολικό άθροισμα της υπεραξίας, αυτό το βασικό αξίωμα της μαρξιστικής θεωρίας της υπεραξίας θα καταστρεφόταν. Το κέρδος, δηλαδή η υπεραξία, θα μπορούσε τότε κατά κάποιο τρόπο να «προέρχεται» εκτός της παραγωγικής διαδικασίας, εκτός της υπερεργασίας που παράγεται από τη μισθωτή εργασία.

Αυτό που έκαναν ο φον Μπορτκίεβιτς, ο Σουίζι, ο Σράφα και τώρα δυστυχώς και ο σύντροφος Χόντζσον είναι στην πραγματικότητα οπισθοχώρηση από την τελειοποιημένη εργασιακή θεωρία της αξίας του Μαρξ προς την ατελή του Ρικάρντο. Δύο βασικά ζητήματα εμπλέκονται σε αυτή την οπισθοδρόμηση, εξαλείφοντας δύο άλλες μεγάλες θεωρητικές κατακτήσεις του Μαρξ.

Καταρχάς, ο Μαρξ, σε αντίθεση με τον Ρικάρντο, καθόρισε την ποιοτική ουσία/υπόσταση της διαδικασίας παραγωγής αξίας. Ανήγαγε την αξία σε ποσότητες αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι κάθε ανθρώπινη εργασία που δαπανάται για την παραγωγή εμπορευμάτων παράγει αξία, αρκεί να ικανοποιεί μια κοινωνική ανάγκη με την αστική έννοια της λέξης, δηλαδή να βρίσκει ένα ισοδύναμο αγοραστικής δύναμης στην αγορά. Όλη η μισθωτή εργασία που παράγει εμπορεύματα στον καπιταλισμό είναι επομένως εργασία που παράγει αξία, κάνοντας αφαίρεση από την ειδική αξία χρήσης αυτού του εμπορεύματος, και ανεξάρτητα από το αν αυτό εισέρχεται ή όχι στη διαδικασία της αναπαραγωγής. Έτσι, η παραγωγή καπιταλιστικών ειδών πολυτελείας και η παραγωγή εξοπλισμών είναι μια παραγωγή αξίας και υπεραξίας, αν και αυτά τα αγαθά δεν εισέρχονται στη διαδικασία της κοινωνικής αναπαραγωγής. Επομένως, η υπεραξία που παράχθηκε κατά τη διαδικασία της παραγωγής αυτών των εμπορευμάτων αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της συνολικής υπεραξίας και διαδικασίας παραγωγής του κέρδους στην κοινωνία. Αλλιώς δεν θα μπορούσε κανείς να καταλάβει καλά γιατί το ιδιωτικό κεφάλαιο ασχολήθηκε με την παραγωγή αυτών των εμπορευμάτων: σίγουρα όχι για «πατριωτικούς» λόγους.

Δεύτερον, σε αντίθεση με τον Ρικάρντο, ο Μαρξ κατάλαβε τη διπλή λειτουργία της εργατικής δύναμης στην παραγωγική διαδικασία: όχι μόνο για να παράγει νέα αξία, αλλά και για να διατηρήσει την αξία του κεφαλαίου με το οποίο γίνεται η παραγωγή. Κατάλαβε λοιπόν ότι το ποσοστό κέρδους δεν εξαρτάται μόνο από το ποσοστό εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης (το ποσοστό της υπεραξίας) αλλά επίσης από την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου.

Ο Ρικάρντο δεν κάνει τη διάκριση μεταξύ του ποσοστού κέρδους και του ποσοστού υπεραξίας, και ως εκ τούτου, λογικά, έχει ένα «ποσοστό κέρδους» (στην πραγματικότητα ένα ποσοστό υπεραξίας σε μαρξιστικούς όρους) που εξαρτάται μόνο από τις τιμές των προϊόντων που καταναλώνει η εργατική τάξη με τους μισθούς της. Το συμπέρασμά του, ότι ούτε η παραγωγή αγαθών πολυτελείας ούτε το εξωτερικό εμπόριο ούτε οι σχετικές τιμές των πρώτων υλών επηρεάζουν το «ποσοστό κέρδους», πηγάζει από αυτή τη βασική σύγχυση. Είναι προφανές ότι η παραγωγή και το κόστος των ειδών πολυτελείας πράγματι δεν επηρεάζουν ούτε στο ελάχιστο το ποσοστό της υπεραξίας (πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι κάποιος υποθέτει έναν σταθερό μισθό για τους εργαζόμενους). Όμως, δεδομένου ότι η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου σε αυτούς τους κλάδους μπορεί να είναι διαφορετική από εκείνη του κλάδου των μέσων παραγωγής και του κλάδου που παράγει τα προϊόντα που καταναλώνονται με τους εργατικούς μισθούς, αυτή μπορεί να επιδράσει σοβαρά στο μέσο ποσοστό κέρδους, τροποποιώντας τη μέση οργανική σύνθεση του κεφαλαίου.

Όλα αυτά είχαν ήδη αναπτυχθεί από τον Μαρξ στην πολεμική του εναντίον του Ρικάρντο. Δεν μπορούν να παραμεριστούν για «μαθηματικούς» λόγους, χωρίς να αμφισβητηθεί η ίδια η ουσία της οικονομικής θεωρίας του Μαρξ.

Η ιδέα ότι η παραγωγή αξίας και υπεραξίας στον τομέα των εξοπλισμών είναι «ουδέτερη» για το μέσο κοινωνικό ποσοστό κέρδους οδηγεί σε παράλογα συμπεράσματα. Σημαίνει ότι δεν πραγματοποιείται καθόλου κέρδος σ’ αυτό τον τομέα; Σημαίνει ότι όλα τα κέρδη που παράγονται σ’ αυτό τον τομέα προέρχονται μόνο και αποκλειστικά από την υπεραξία που παράγεται στο εσωτερικό του, δηλαδή με κάποιον τρόπο ο τομέας των εξοπλισμών «μονώνεται» από τη διαδικασία εξίσωσης του κοινωνικού ποσοστού κέρδους; Πώς επιτυγχάνεται αυτό το θαύμα; «Απαγορεύεται» στο ιδιωτικό κεφάλαιο να εισέλθει ή να εγκαταλείψει αυτόν τον τομέα; Αν, από την άλλη πλευρά, ο τομέας των εξοπλισμών συμμετέχει στη διαδικασία εξίσωσης του ποσοστού κέρδους –όπως προφανώς κάνει–, πώς μπορεί τότε να μην επηρεάσει το μέσο ποσοστό κέρδους, σε συνάρτηση με τη δική του τομεακή οργανική σύνθεση κεφαλαίου, μειώνοντας το μέσο ποσοστό κέρδους εάν η δική του οργανική σύνθεση του κεφαλαίου είναι πάνω από τον κοινωνικό μέσο όρο στους άλλους τομείς, αυξάνοντάς το αν η δική του οργανική σύνθεση του κεφαλαίου είναι κάτω από τον κοινωνικό μέσο όρο;

Εδώ βρίσκεται η πραγματική βασική ασυνέπεια της θεωρίας των Διεθνών Σοσιαλιστών σχετικά με το ρόλο της μόνιμης οικονομίας των εξοπλισμών. Διότι είναι αδύνατο να υποστηρίξουμε ότι η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου στον εξοπλιστικό τομέα είναι κάτω από τον κοινωνικό μέσο όρο και, επομένως, είναι επίσης αδύνατο να υποστηρίξουμε ότι ο εξοπλιστικός τομέας έχει μακροπρόθεσμα αυξήσει το μέσο ποσοστό κέρδους ή επιβραδύνει την πτώση του, τονώνοντας έτσι την καπιταλιστική ανάπτυξη. Ο πραγματικός ρόλος του εξοπλιστικού τομέα δεν βρίσκεται καθόλου εκεί. Βρίσκεται στη λειτουργία του να παρέχει ένα πρόσθετο πεδίο επένδυσης για το πλεονάζον κεφάλαιο. Αλλά αυτό στη συνέχεια οδηγεί στην εξέταση ολόκληρου του φαινομένου του πλεονάζοντος κεφαλαίου στην εποχή του ιμπεριαλισμού, δηλαδή, μια εντελώς διαφορετική ερμηνεία των λόγων και των εκδηλώσεων της δομικής κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά (και μάλιστα της καταγωγής του ίδιου του ιμπεριαλισμού) από αυτόν που υπάρχει στην ερμηνεία των Διεθνών Σοσιαλιστών για τη μαρξιστική οικονομική θεωρία και την οικονομική ιστορία του 20ου αιώνα.

Για παρόμοιο λόγο, η χρήση από τον σύντροφο Χόντζσον των στατιστικών του Σέιν Μέιτζ σχετικά με την υποτιθέμενη μακροπρόθεσμη μείωση του ποσοστού της υπεραξίας στην οικονομία των ΗΠΑ οδηγεί σε μπερδεμένα αποτελέσματα. Η μέση οργανική σύνθεση του αμερικανικού κεφαλαίου υποτίθεται ότι είναι σαφώς σταθερή από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο μέσος όρος της υπεραξίας υποτίθεται ότι μειώνεται απότομα. Συνεπώς, το ποσοστό κέρδους μειώνεται αδιάκοπα από το 1945. Πώς λοιπόν μπορεί κανείς να εξηγήσει το θαύμα ότι η καπιταλιστική αμερικανική οικονομία αναπτύχθηκε πολύ ταχύτερα την περίοδο 1945-68, με ένα έντονα μειούμενο ποσοστό κέρδους, απ’ ό,τι αναπτύχθηκε την περίοδο 1919-40, με σταθερό ποσοστό κέρδους ή ακόμη και με ένα ποσοστό κέρδους που φαινόταν να αυξάνεται; Αυτό θα έκανε ανοησία την υπόθεση του Μαρξ ότι οι διακυμάνσεις του ποσοστού κέρδους είναι ο βασικός οδηγός για τις οικονομικές διακυμάνσεις στον καπιταλισμό.

Το μυστήριο λύνεται εύκολα μόλις υποβληθούν οι υπολογισμοί του Σέιν Μέιτζ σε μια κριτική εξέταση. Κάποιος τότε μπορεί να ανακαλύψει ότι ο Μέιτζ αφαιρεί τους φόρους που καταβάλλουν οι καπιταλιστικές εταιρείες από τη μάζα της υπεραξίας –το οποίο είναι φυσικά απαράδεκτο– και προσθέτει σ’ αυτή τους μισθούς που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι σε υπηρεσίες (συμπεριλαμβανομένων των υπαλλήλων στο εμπόριο) σε μεταβλητό κεφάλαιο,[4] κάτι που είναι επίσης αντίθετο με τη θεωρία του Μαρξ. Εάν τα στατιστικά στοιχεία του διορθωθούν και στους δύο αυτούς υπολογισμούς, ο «φθίνων ρυθμός υπεραξίας» εξαφανίζεται και μετατρέπεται στο αντίθετο του: σε μια συνεχή προσπάθεια του κεφαλαίου να αυξήσει το ρυθμό εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, η οποία συγκρατείται περιοδικά μόνο από ισχυρούς και νικηφόρους αγώνες της εργατικής τάξης.

Υποσημειώσεις

[1] Βλ. Ερνέστ Μαντέλ, Ύστερος Καπιταλισμός, κεφ. 9, «Η μόνιμη οικονομία των εξοπλισμών και ο ύστερος καπιταλισμός», εκδ. Εργατική Πάλη (2004).

[2] Βλ. αναλυτικά Ερνέστ Μαντέλ, Εισαγωγή στο «Κεφάλαιο», εκδ. Εργατική Πάλη (2007), στην ενότητα για τον 3ο τόμο του Κεφαλαίου (σημείωμα του μεταφραστή).

[3] Για μια συνοπτική, εξαιρετικά χρήσιμη έκθεση του προβλήματος του μετασχηματισμού, βλ. το κεφάλαιο «Η θεωρία της Αξίας–Εργασίας του Μαρξ», στην μπροσούρα του Ερνέστ Μαντέλ, Καρλ Μαρξ, εκδ. Εργατική Πάλη (2018), ειδική σειρά ν. 2 (για τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Καρλ Μαρξ).

[4] Οι μισθοί των εργαζομένων στις υπηρεσίες και το εμπόριο (τομείς της οικονομικής δραστηριότητας όπου δεν παράγεται υπεραξία) δεν πληρώνονται από την υπεραξία, αλλά από το μεταβλητό κεφάλαιο. Αν ίσχυε το αντίθετο, αυτοί θα είχαν δομικά ασυμφιλίωτα συμφέροντα με την υπόλοιπη τάξη των μισθωτών (η αύξηση του μισθού τους θα προϋπέθετε την αύξηση της υπεραξίας που εξάγεται από τους παραγωγικούς εργαζόμενους). Για μια αναλυτική εξήγηση, βλ. Ερνέστ Μαντέλ, Εισαγωγή στο «Κεφάλαιο», ό.π., κεφ. 6 («Παραγωγική και μη-παραγωγική εργασία») και 7 («Είναι οι μη παραγωγικοί εργαζόμενοι μέρος του προλεταριάτου;») – σημείωση του μεταφραστή.