Η εμπορική συμφωνία της νοτιοανατολικής Ασίας (RCEP)

Η ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΑΣΙΑΣ (RCEP)

Από την Εργατική Πάλη Δεκεμβρίου

Η Εμπορική Συμφωνία

Στις 15 Νοέμβρη, στο Βιετνάμ, υπογράφτηκε η κολοσσιαία εμπορική συμφωνία των χωρών της Νοτιανατολικής Ασίας, η λεγόμενη Περιφερειακή Ολοκληρωμένη Οικονομική Εταιρική Σχέση (RCEP). Στην RCEP συμμετέχουν αφενός οι δέκα χώρες της ASEAN (Ένωση Εθνών Νοτιανατολικής Ασίας) δηλαδή Ινδονησία, Καμπότζη, Φιλιππίνες, Λάος, Μιανμάρ, Μαλαισία, Σιγκαπούρη, Ταϊλάνδη, Βιετνάμ, Μπρουνέι και αφετέρου η Κίνα, Ιαπωνία, Αυστραλία, Νότια Κορέα και Νέα Ζηλανδία. Η RCEP ξεκίνησε ως πρόταση της Κίνας, τον Νοέμβριο του 2011 (οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του επόμενου χρόνου), στη Σύνοδο των χωρών της ASEAN, ως αντίπαλο σχέδιο προς την Συμφωνία του Ειρηνικού (Trans-Pasific Partneship — TPP) που προωθούσε ο Ομπάμα. Η Ινδία συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις μέχρι τον Νοέμβριο του 2019 και εν συνεχεία αρνήθηκε να συμμετάσχει, αν και στην υπογραφή της RCEP υπάρχει πρόβλεψη για μια μελλοντική επανένταξη της Ινδίας.

Ακόμη και χωρίς την συμμετοχή της Ινδίας, η RCEP είναι η μεγαλύτερη εμπορική συμφωνία που έχει υπογραφεί ποτέ μια που το ΑΕΠ των χωρών που συμμετέχουν φθάνει το 29% του παγκόσμιου ΑΕΠ ενώ ο πληθυσμός τους το 30% του παγκόσμιου πληθυσμού. Η συμφωνία είναι πολύπλευρη, αλλά το κύριο και σημαντικότερο μέρος της αφορά την σταδιακή εκμηδένιση δασμών και τελών στις εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων.

Είναι αλήθεια ότι στην συμφωνία αυτή δεν υπάρχουν πολλές αναφορές στις ξένες επενδύσεις κι ότι λίγο πολύ εξαιρούνται τα βασικά αγροτικά προϊόντα (ρύζι, ζάχαρη, γαλακτοκομικά, κ.α.) ή, καλύτερα, η εκμηδένιση των δασμών τους παρατείνεται έως και τα 40 χρόνια. Είναι επίσης αλήθεια ότι η συμφωνία σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται στις προϋπάρχουσες διμερείς και άλλες εμπορικές συμφωνίες μεταξύ των χωρών αυτών. Και τέλος, είναι σωστό ότι η συμφωνία θα πρέπει να υπογραφεί από τα κοινοβούλια των χωρών (πράγμα που δίνει το χρονικό περιθώριο στις ΗΠΑ να αντιδράσουν) ενώ η εφαρμογή της συμφωνίας προβλέπεται χρονοβόρα, μέχρι και το 2030. Παρ’ όλα αυτά αποτελεί μία τομή στην εμπορική συνεργασία των χωρών της Νοτιανατολικής Ασίας μια που αφενός για πρώτη φορά κινούνται στο σύνολό τους και με μια σχετική αυτονομία από τις ΗΠΑ και αφετέρου γιατί η συμφωνία αποτελεί μια ικανή βάση για την επέκτασή της και προς άλλους τομείς, έως και την ολοκλήρωση σε ένα είδος (ή και ανώτερο) Ευρωπαϊκής Ένωσης της Νοτιανατολικής Ασίας.

Η Ινδία, προς το παρόν, δεν έφτασε συμμετέχει στη συμφωνία γιατί φοβήθηκε ότι θα πλήττονταν οι περισσότεροι τομείς (εκτός ίσως από την φαρμακοβιομηχανία, τις υπηρεσίες, τη νηματουργία, κ.α.) της βιομηχανίας της. Αν παρ’ όλα αυτά αποφασίσει να συμμετάσχει τότε η οικονομική κυριαρχία της Κίνας σε παγκόσμιο επίπεδο θα καταστεί αδιαφιλονίκητη.

Η σημασία της RCEP στον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Κίνας

Ήδη από την πρώτη θητεία της διακυβέρνησης Ομπάμα άρχισε να υλοποιείται ο αναπροσανατολισμός των ΗΠΑ από τον Ατλαντικό προς τον Ειρηνικό, ή από την Ευρώπη και Μέση Ανατολή προς την Νοτιανατολική Ασία. Αυτό σήμαινε ότι ο κυριότερος αντίπαλος των ΗΠΑ για την παγκόσμια ηγεμονία του καπιταλιστικού κόσμου αναγνωρίζονταν πλέον η Κίνα και αντίστοιχα το 60% των ναυτικών δυνάμεων των ΗΠΑ θα κινούνταν πλέον στον Ειρηνικό. Ταυτόχρονα, ξεκίνησαν και οι διαπραγματεύσεις για την Συμφωνία του Ειρηνικού (ΤΡΡ) που περιελάμβαναν 5 χώρες της αμερικάνικης ηπείρου (ΗΠΑ, Καναδάς, Μεξικό, Περού, Χιλή) και 7 χώρες της Νοτιανατολικής Ασίας (Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Ιαπωνία, Μαλαισία, Μπρουνέι, Σιγκαπούρη και Βιετνάμ). Ως γνωστόν η ΤΡΡ ολοκληρώθηκε αλλά δεν επικυρώθηκε ποτέ από τον Τραμπ και εγκαταλείφθηκε, παρ’ όλο που με πρωτοβουλία της Ιαπωνίας συνεστήθη ο αναιμικός της διάδοχος, η CPTPP. Ο στόχος των ΗΠΑ με την ΤΡΡ ήταν να ενοποιήσουν ένα τμήμα της Νοτιανατολικής Ασίας υπό την ηγεμονία τους έτσι ώστε να είναι σε θέση να επιβάλλουν την θέλησή τους στην Κίνα, με την απειλή του περιορισμού της πρόσβασής της τόσο στην αγορά των ΗΠΑ (και γενικά της Βόρειας Αμερικής) όσο και στην αγορά της Νοτιανατολικής Ασίας.

Αυτό το σχέδιο απέτυχε και τώρα είναι η Κίνα που έχει επιτύχει μια πρώτη σημαντική νίκη στον ανταγωνισμό της με τις ΗΠΑ, κατορθώνοντας για πρώτη φορά να ενοποιήσει, έστω και με μια εμπορική συμφωνία, την Νοτιοανατολική Ασία, και μάλιστα λίγο πριν αναλάβει την διακυβέρνηση ο Μπάιντεν, έλκοντας με το μέρος της παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ όπως η Ιαπωνία και η Αυστραλία, ή τις ίδιες τις χώρες της ASEAN, που δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις με την Κίνα.

Μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Μπάιντεν θα ξεκαθαριστεί και η στάση των ΗΠΑ απέναντι στην RCEP. Προς το παρόν ο Μπάιντεν έχει ξεκαθαρίσει ότι θα προχωρήσει στην εφαρμογή διεθνών κανόνων για το εμπόριο (μια επανεκκίνηση της παγκοσμιοποίησης;) με κύριο στόχο να περιορίσει την άνοδο της Κίνας. Ωστόσο, οι δυνατότητες επιτυχίας μιας τέτοιας πολιτικής έχουν περιοριστεί για πολλούς λόγους: α) μια τέτοια πολιτική θα προϋπέθετε την πρόσδεση της ΕΕ στο άρμα των ΗΠΑ, πράγμα που φαίνεται λίγο δύσκολο, ειδικά μετά την αποτυχία της Διατλαντικής Συμφωνίας (με ευθύνη της ΕΕ) και το Brexit, β) με την οικονομική κρίση που πυροδοτήθηκε και ενισχύθηκε με την πανδημία, οι ΗΠΑ και η ΕΕ είναι οι μεγάλοι χαμένοι, ενώ οι κερδισμένοι φαίνεται να είναι η Κίνα και συνολικά η Νοτιανατολική Ασία, πράγμα που καθιστά δυσκολότερο την διάσπαση της Νοτιανατολικής Ασίας, και ακόμη δυσκολότερη την πρόσδεση της ΕΕ στις ΗΠΑ, γ) οι ίδιες οι οικονομικές εξελίξεις έχουν καταστήσει πλέον αναπότρεπτο το κέντρο συσσώρευσης του κεφαλαίου στην Νοτιανατολική Ασία ή, αλλιώς, είναι πλέον θέμα των όπλων και όχι του νομισματικού και οικονομικού πολέμου ή των διαφόρων πολιτικών σχεδίων, για να αναδειχθεί η νέα ηγεμονική δύναμη του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος.