Η κρίση που πυροδοτήθηκε από την πανδημία και η οικονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης (του Daniel Albarracín)

16 Σεπτέμβριου – μετάφραση από το internationalviewpoint.org [1]

Πανδημία: ο πυροδότης μιας λανθάνουσας κρίσης

Η πανδημία Covid-19 έχει κατακλύσει το είδος μας λόγω των επιπτώσεών της στη δημόσια υγεία, αλλά ακόμη περισσότερο λόγω του βάθους της οικονομικής ύφεσης που έχει εκφράσει, προκαλώντας μια κοινωνική και εργασιακή καταστροφή που μας βυθίζει σε αβεβαιότητα. Αυτή η κρίση, που εμβαθύνεται από την πανδημία, εμφανίζεται σε ένα πλαίσιο όπου θα μπορούσαμε ήδη να δούμε συμπτώματα εξάντλησης του σύντομου και εύθραυστου καπιταλιστικού οικονομικού κύκλου, ο οποίος βγήκε από την κρίση του 2008 με λάθος τρόπο (Τουσέν, E. 2020), αυξάνοντας το μέγεθος των προβλημάτων του (χαμηλή κερδοφορία, εξάντληση της παραγωγικότητας, υψηλό χρέος – πρώτα ιδιωτικό, μετά δημόσιο, άχρηστες επενδύσεις, υψηλή ανεργία με ένα ασταθές και πειθαρχικό μοντέλο απασχόλησης, ένα μοντέλο παραγωγής με βάση τα ορυκτά, εξασθενημένα ή ημι-ιδιωτικοποιημένα  κοινωνικά συστήματα και ούτω καθεξής).

Συνολικά, η πανδημία δίνει στην κρίση τη δική της μορφή, όχι μόνο λόγω της θέσπισης μέτρων για τη μερική αδρανοποίηση της οικονομίας, αλλά και λόγω της διαταραχής και της διακοπής των αλυσίδων εφοδιασμού σε διεθνή κλίμακα και των καπιταλιστικών αλυσίδων αξίας. Στην πραγματικότητα, οι δυσκολίες αναζωογόνησης της οικονομίας θα είναι σοβαρές σε ένα πλαίσιο όπου το κεφάλαιο δεν αναμένει κερδοφορία στους περισσότερους οικονομικούς τομείς, εκτός από αυτούς τους τομείς (τεχνολογία, φαρμακευτικά προϊόντα, διαδικτυακή και οικιακή διανομή, μεταρρυθμίσεις στον τομέα των ακινήτων, ορισμένοι τομείς τροφίμων) που ευνοούνται λόγω των συνθηκών που επιβάλλονται από την κρίση στην υγεία.

Ποσοσό κέρδους στις οικονομίες του G20 – Πηγή: Michael Roberts (2020b)Σημείωση του μεταφραστή: Οι περίοδοι που διακρίνονται σύμφωνα με τον συγγραφέα του κειμένου απ’ όπου πάρθηκε το διάγραμμα, είναι: (1) η «χρυσή» μεταπολεμική περίοδος (έντονη ανάπτυξη 1950 ως 1965) και κατόπιν (2) η εξάντλησή της («κρίση κερδοφορίας») μέχρι και τη μεγάλη κρίση του 1981–82, στη συνέχεια (3) η «ανάκαμψη» των στην αρχική περίοδο κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού και, ξανά στη συνέχεια, η αποδυνάμωσή της μετά την κρίση του 1998, μέχρι (4) τη «μεγάλη ύφεση» που αρχίζει με την κρίση του 2007–08.

Οι πιο ρεαλιστικές προβλέψεις έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την ιδέα ότι θα υπάρξει ένας μακροοικονομικός αντίκτυπος σε σχήμα «V». Το σχήμα του θα είναι στην πραγματικότητα παρόμοιο με το λογότυπο της Nike, με βαθιά πτώση και αργή έξοδο (Lucia and Albarracín, 2020a).

Αντιμετωπίζουμε ένα απ’ αυτά τα γεγονότα που τροποποιούν τη δομή,  επειδή σπάνε οι υπάρχουσες εύθραυστες οικονομικές ισορροπίες, αλλά και εξαιτίας των νέων δογμάτων που εφαρμόζονται, τα οποία, χωρίς  την αμφισβήτηση της καθιερωμένης τάξης, θα αναπτύξουν αυτό που αποκαλούμε κρατικό νεοφιλελευθερισμό.

Εδώ εμφανίζεται ο δημόσιος τομέας ως καθοριστικός θεσμός, υιοθετώντας έναν ηγετικό και καινοτόμο ρόλο, όχι τόσο λόγω της εγκαινίασης μιας νέας σχέσης με τον ιδιωτικό τομέα, αλλά λόγω της αναλογίας του. Αντιμέτωποι με  ό,τι είναι απαραίτητο -ο δημόσιος τομέας να ανταποκρίνεται στις υγειονομικές, κοινωνικές και εργασιακές ανάγκες του πληθυσμού και στις επείγουσες ανάγκες της οικολογικής μετάβασης στο μοντέλο ενέργειας και παραγωγής, προωθώντας τις δημόσιες επενδύσεις που ευθυγραμμίζονται με αυτούς τους στόχους- θα χρησιμοποιήσουν δημόσια χρηματοδότηση, μέσω χρέους και οπισθοδρομικής (αντίστροφα προοδευτικής) φορολογίας, έτσι ώστε ο ιδιωτικός τομέας να μπορεί να κατασπαράξει φθηνά ή ημι-εγγυημένα δάνεια, άμεσες ενισχύσεις και δημόσιες συμβάσεις χρησιμοποιώντας φόρμουλες συνεργασίας δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, θέτοντας δημόσιους πόρους στην υπηρεσία του ιδιωτικού κέρδους.

Η πανδημία έχει εμβαθύνει την προϋπάρχουσα κρίση και τα μέτρα που εφαρμόζονται για την αντιμετώπισή της μπορεί να οδηγήσουν σε ενισχυμένη συγκέντρωση κεφαλαίου, περιορίζοντας γεωπολιτικά τις οικονομίες και οδηγώντας τις αδιαφανείς ολιγοπωλιακές «μεγάλες τεχνολογίες» στον εμπορικό πόλεμο. Με τη σειρά του, μπορεί να δεσμεύσει τους εργαζόμενους αναγκάζοντάς τους να αποδεχθούν συνθήκες εργασίας που αυξάνουν το ποσοστό εκμετάλλευσης, σε ένα πλαίσιο υψηλής ανεργίας, επέκτασης της τηλεργασίας χωρίς εγγυητικές ρυθμίσεις και διατήρησης των μεταρρυθμίσεων στην απασχόληση ή ενσωμάτωσης επιβλαβών μέτρων σχετικά με τα επιδόματα ανεργίας (το «πακέτο» που εφαρμόζεται στην Αυστρία) και με τις συντάξεις (καθυστέρηση της πραγματικής ημερομηνίας συνταξιοδότησης). [2] Όλα αυτά αποτελούν προϋποθέσεις για την ανάκτηση του ποσοστού κέρδους του κεφαλαίου, στόχος των κυβερνώντων τάξεων.

Αυτές οι ερωτήσεις βρίσκονται στο τραπέζι. Μόνο μια οργανωμένη απάντηση από το εργατικό κίνημα -με την απαραίτητη συνεργασία των κοινωνικών κινημάτων και των τολμηρών μετασχηματισμών πολιτικών δυνάμεων- θα είναι σε θέση να περιορίσει τα συμφέροντα μιας προνομιούχας μειονότητας. Μόνο με μια ανώτερη πολιτική προοπτική, που βασίζεται στην οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών, μπορεί να τεθεί σε κίνηση ένας τύπος κοινωνίας και οικονομίας που ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας, της υγείας και του πλανήτη.

Θωρακίζοντας την πολιτική αρχιτεκτονική της ΕΕ

Ο σχεδιασμός της ΕΕ, παρά την προπαγάνδα και τους ιδρυτικούς μύθους της, δεν έχει σχεδιαστεί για να προστατεύει τους πολίτες της γενικά, πόσο μάλλον τις εργατικές τάξεις της. Οι ακρογωνιαίοι λίθοι της είναι η υπεράσπιση της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων και αγαθών και, εφόσον αυτό ενδείκνυται, η κινητικότητα των ανθρώπων εντός των συνόρων της, για την επίτευξη περισσότερης κερδοφορίας και ανταγωνιστικότητας για τις εταιρείες της. Οι πτυχές της συνοχής που μπορεί να περιέχει, δεν αντισταθμίζουν αυτήν την προτεραιότητα.

Αυτές οι αρχές, που ευθυγραμμίζονται με την ανάπτυξη μιας καπιταλιστικής οικονομίας, πρακτικά αμετάκλητες μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν διαμορφωθεί με μια θεσμική φόρμουλα που ενοποιείται σε ένα διακυβερνητικό σύστημα, όπου οι ευρωπαϊκές πολιτικές και θεσμοί αντικατοπτρίζουν μόνο αυτό που αποφασίζεται από τα κράτη μέλη της. Στην πράξη, αυτές οι αποφάσεις καθοδηγούνται από τις μεγάλες χώρες του Γιούρογκρουπ, ένα όργανο που είναι εκτός νόμου και εντελώς αντιδημοκρατικό. Οι σχετικές πρωτοβουλίες απαιτούν ομοφωνία ή ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία για την καθιέρωση αλλαγών, κάτι που συχνά οδηγεί σε περιορισμένους συνασπισμούς αποκλεισμού (συνήθως κράτη της Κεντρικής Ευρώπης, των φιλελεύθερων και των Σκανδιναβών με νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό που προσπαθούν να αντιστρέψουν τη σοσιαλδημοκρατική τους παράδοση, ή, αντιδραστικά στον προσανατολισμό αυτό , οι ανατολικές χώρες της ομάδας του Βίζεγκραντ). Η επίσημη διαδικασία θεσμικής λήψης αποφάσεων ξεκινά με προτάσεις της Κομισιόν, αν και η τελευταία λέξη ανήκει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να διορθώσει μόνο δευτερεύουσες πτυχές, παίζοντας ρόλο πολιτικής νομιμοποίησης σε ένα πολύ περιορισμένο πλαίσιο.

Με αυτό το μοντέλο λήψης αποφάσεων, η ΕΕ προστατεύει μια λειτουργία που διασφαλίζει ότι ο οικονομικός της προσανατολισμός συνεχίζεται στον αυτόματο πιλότο σε περίπτωση έλλειψης συμφωνίας και νέων εξελίξεων. Αν υπάρχουν μπλοκαρίσματα, η λειτουργία θα συνεχιστεί. Όταν προωθεί πρωτοβουλίες και μεταρρυθμίσεις, κάτι που είναι αρκετά συχνό, θα το κάνει αφήνοντας τις αρχές της σχεδόν ανέπαφες, αφού πρέπει πάντα να γίνονται σεβαστοί.

Με τη σειρά της, η ΕΕ έχει εξοπλιστεί με μια οικονομική αρχιτεκτονική που αποτελείται από:

=> Την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), δήθεν «ανεξάρτητη» (στην υπηρεσία του ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού συστήματος και των μεγάλων εταιρειών).

=> Έναν ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, μειωμένου και γελοίου μεγέθους, που περιορίζεται από το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (ΠΔΠ) για περιόδους 7 ετών, ο οποίος είναι ανίκανος να ενθαρρύνει τις επενδύσεις και να επιτύχει πραγματικούς μηχανισμούς συνοχής και σύγκλισης.

=> Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ), τα συναφή δημοσιονομικά σύμφωνα και το «Ευρωπαϊκό Εξάμηνο» που καθορίζουν την εμμονή με τον έλεγχο του ελλείμματος και των δημοσίων δαπανών, καθώς και την αποφυγή προοδευτικών δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να μεταβιβαστούν τα δημόσια χρέη. [3]

=> Όλα αυτά κάτω από τη σφραγίδα του ενιαίου νομίσματος, που οδηγεί σε απόκλιση, για την οποία δεν έχουν θεσπιστεί ουσιαστικοί μηχανισμοί αντιστάθμισης ή διόρθωσης μεταξύ κεντρικών χωρών  με τα νότια και ανατολικά μπλοκ, μετατρέποντας τα τελευταία σε περιφέρειες που εξαρτώνται από τις κεντρικές χώρες και εμβαθύνοντας την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης (προσαρμογή των μισθών, κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα και δημόσιες υπηρεσίες) ως ανταγωνιστικό τρόπο προσαρμογής των οικονομιών. [4]

Η ΕΚΤ λειτουργεί ως το κύριο μέσο οικονομικής πολιτικής της ΕΕ σε αυτήν την κρίση, συνεχίζοντας και εμβαθύνοντας τη νομισματική πολιτική που είναι γνωστή ως ποσοτική χαλάρωση (QE, quantitave easing). Αυτό αποτελείται από τεράστιες πιστωτικές διευκολύνσεις, με αρνητικά πραγματικά επιτόκια (και μηδενικό ονομαστικό επιτόκιο) στις οποίες  πρόσβαση έχει μόνο το ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, και μεγάλης κλίμακας αγορά ιδιωτικών εταιρικών ομολόγων. Για αυτή την περίοδο, εκτός από τη μαζική παραγωγή χρημάτων για την αγορά περιουσιακών στοιχείων και πιστωτικών διευκολύνσεων, αξίζει να τονιστεί η δυνατότητα αγοράς δημόσιου χρέους σε δευτερογενείς αγορές, κάτι που θα βοηθήσει στη μείωση του χρηματοοικονομικού κόστους του δημόσιου τομέα, αλλά πάνω απ’ όλα θα να είναι πηγή για μπίζνες για εκείνες τις ιδιωτικές τράπεζες που συναλλάσσουν μεγάλο όγκο δημόσια ομολόγων στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι ιδιωτικές τράπεζες, οι οποίες θα λάβουν δάνεια με αρνητικό πραγματικό επιτόκιο από την ΕΚΤ, θα είναι σε θέση να έχουν εμπορικές συναλλαγές, καθώς είναι οι μόνοι παράγοντες που μπορούν να χρηματοδοτήσουν τον δημόσιο τομέα στην επικείμενη έκδοση ευρωπαϊκού και κρατικού χρέους, το οποίο αναμένεται να είναι άνευ προηγούμενων αναλογιών.

Η Κριστίν Λαγκάρντ, ως επικεφαλής της ΕΚΤ (Albarracín and Lucía, 2020b) ενεργοποίησε το «μπαζούκα» των έως και 750 δισ. ευρώ επιπλέον, εκτός από τα προγράμματα που εγκαινιάστηκαν στην προηγούμενη κρίση – μια μεγαλύτερη πηγή χρηματοδότησης από το Ταμείο Επόμενης Γενιάς της ΕΕ, το αναγνωρισμένο Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης- καθώς περιλαμβάνει συνολικά 1,4 τρις. ευρώ, χωρίς η χρήση του να απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη προϋποθέσεις που θα έθεταν ή θα απαιτούσαν οι κυβερνήσεις. Η πολιτική αυτή αποσκοπεί στην τόνωση της πίστωσης για επενδύσεις, με στόχο την ανακούφιση των συνεπειών της ύφεσης. Ωστόσο, όπως έχουμε δει τα τελευταία 10 χρόνια, ανεξάρτητα από το πόσο η ΕΚΤ εισάγει χρήματα στην οικονομία, αν οι προσδοκίες κερδοφορίας είναι χαμηλές, αυτά τα χρήματα θα τροφοδοτήσουν κυκλώματα συσσώρευσης ή κερδοσκοπίας και, πιο συγκεκριμένα, θα προστατέψουν μεγάλες εταιρείες που πάσχουν από κακές χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις. [5] Παρόλο που η πολιτική αυτή ανακουφίζει τα επιτόκια του δημόσιου χρέους, στην πράξη προωθεί μια τεράστια διάσωση μεγάλων ιδιωτικών εταιρειών και μια άνευ προηγουμένου συγκέντρωση κεφαλαίου, επειδή αυτή η χρηματοδότηση θα φτάσει μόνο στα διακρατικά δίκτυα εταιρειών. Πρόκειται για μια συγκεκριμένη υπερ-επεκτατική νομισματική πολιτική, η οποία ούτε έχει μετα-κεϋνσιανό χαρακτήρα, δεδομένου ότι η σαφής προτροπή της είναι η διάσωση και χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα, αλλά ούτε είναι και συγκρίσιμη με την πολιτική της Τράπεζας της Αγγλίας, η οποία έχει κυριαρχία έναντι της στερλίνας, ώστε να μην προχωρήσουν τόσο πολύ στη δημιουργία εσόδων από το χρέος. Αυτό καθιστά δυνατό τον συνδυασμό οικονομικής διάσωσης εταιρειών, ειδικά στην Κεντρική Ευρώπη, με χρηματοοικονομικές διευκολύνσεις στην περιφέρεια για την υποστήριξη των εξαγωγών από τις κεντρικές χώρες, διατηρώντας, για μικρό χρονικό διάστημα, την αγοραστική δύναμη των αγορών-στόχων. Κάτι που πρέπει να ήταν στο μυαλό της Μέρκελ και του Μακρόν όταν αντάλλαζαν απόψεις για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι χώρες του Νότου, ελλείψει των δικών τους αξιόλογων δημόσιων τραπεζών , θα εξαρτηθούν περισσότερο απ’ αυτή την χρηματοδότηση, τόσο από την άποψη των επιχειρήσεων όσο και των κρατών τους. Το ανόητο όραμα των κυβερνήσεων του Νότου, ευθυγραμμισμένο με τη Γαλλία και τη Γερμανία, που έχουν αποκλείσει τη δημιουργία εναλλακτικού συνασπισμού με τη δική τους πρόταση, είναι εντυπωσιακό, δείχνοντας για άλλη μια φορά την αδυναμία και την έλλειψη σχεδίου.

Ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός, που βασίζεται κυρίως σε εθνικές εισφορές ανάλογα με το οικονομικό μέγεθος της χώρας, είναι σχετικά μικρός, ακόμη περισσότερο μετά την αναχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι προϋπολογισμοί πλαισιώνονται, με άκαμπτα ανώτατα όρια, από το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (ΠΔΠ). Το επόμενο ΠΔΠ θα διαθέτει μόνο 1.074,3 δισ. ευρώ για την περίοδο 2021-2027, ελλείψει επικύρωσης από το Κοινοβούλιο, ποσοστό χαμηλότερο από τα αναμενόμενα 1.134,58 δισ., που ήταν η πρόταση της Κομισιόν τον Φεβρουάριο του 2020, που  αντιπροσωπεύει μόλις το  1,11% του ευρωπαϊκού Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος (ΑΕΕ) και κάτω από το τελευταίο ΠΔΠ για την περίοδο 2014-2020, το οποίο ανήλθε στο 1,16% του ΑΕΕ. [6] Στην έκδοση του Συμβουλίου, που είναι το πιο περιοριστικό  ευρωπαϊκό θεσμικό όργανο, ο προϋπολογισμός δεν θα υπερβαίνει το 1,074 τοις εκατό του ΑΕΠ της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των περικοπών στις επενδύσεις στον τομέα της υγείας, της έρευνας και της οικολογικής μετάβασης. Πιθανώς να είναι ελαφρώς υψηλότερο, έστω και συμβολικά και μόνο με βάση την τελική του έκδοση, και ύστερα από διαπραγματεύσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αυτό αντιπροσωπεύει μια μείωση, σε απόλυτους όρους, μεγαλύτερη από το αναμενόμενο, σε ένα ΠΔΠ που περιλάμβανε ήδη μείωση 12% στο Ταμείο Συνοχής και μείωση 14% στην Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ). [7]

Ο τρίτος πυλώνας της ευρωπαϊκής οικονομικής αρχιτεκτονικής είναι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ). Αυτό απαιτεί πολιτικές για τον περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος στο 3%του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος στο 60% του ΑΕΠ, πολιτικές πάντα πολύ πιο αυστηρές με τις περιφερειακές χώρες από ό,τι με τις κεντρικές χώρες, οι οποίες συστηματικά αθετούν τις υποχρεώσεις τους – κάτι που δεν λέγεται συχνά. Λάβετε υπόψη ότι το μέσο δημόσιο χρέος είναι το 80,7% του ΑΕΠ. [8] Το ΣΣΑ έχει ανασταλεί μέχρι, ίσως, το 2023. Ένα πρωτοφανές γεγονός, ένα σημάδι της σοβαρότητας της κρίσης, αν και το πνεύμα του θα συνεχίσει να εφαρμόζεται μέσω του θεσμού του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, το οποίο εποπτεύει τη μακροοικονομική πολιτική των μελών σε φορολογικούς, δημοσιονομικούς και μακροοικονομικούς τομείς. Είναι αυτονόητο ότι αυτή η προσωρινή αναστολή, μόλις εξαντληθεί, με παραμέτρους που έχουν ήδη ενεργοποιηθεί στο κεφάλαιο για το έλλειμμα και το χρέος, μετά από κατάρρευση της ανάπτυξης και της είσπραξης φόρων, θα οδηγήσει σε περικοπές και προσαρμογές στις δημόσιες υπηρεσίες, καθώς και στα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα και πιθανή αύξηση των έμμεσων φόρων, οι οποίοι είναι πιο επιβλαβείς για τις τάξεις που ξοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους στην κατανάλωση. Γεγονός με το οποίο η Τράπεζα της Ισπανίας θα συμφωνούσε έντονα.

Το αποκορύφωμα αυτής της οικονομικής αρχιτεκτονικής ήταν η κυκλοφορία του ενιαίου νομίσματος, το οποίο αντιπροσωπεύει ένα σύστημα αμετάκλητων σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών που ωφελεί τις εξαγωγές των δυνάμεων της Κεντρικής Ευρώπης, καθιστώντας το νόμισμά τους φθηνότερο και που αντιπροσωπεύει ένα επιπλέον κόστος για τις χώρες που παρουσιάζουν έλλειμα του ισοζυγίου πληρωμών. Αυτή είναι ουσιαστικά η κατάσταση των ευρωπαϊκών περιφερειών οι οποίες, επιπλέον, ασκούν τις δευτερεύουσες δραστηριότητές τους στην ευρωπαϊκή αλυσίδα αξίας, όπου κυριαρχούν η Γερμανία και η Γαλλία, με χαμηλότερη παραγωγικότητα. Το ενιαίο νόμισμα, ελλείψει προοδευτικής δημοσιονομικής εναρμόνισης, μιας σταθερής και αναδιανεμητικής κοινής οικονομικής πολιτικής και μιας πραγματικής πολιτικής σύγκλισης που συμβάλλει σε μια κοινή πολιτική αλληλεγγύης και στην αντιμετώπιση του οικονομικού κύκλου, προκαλεί μια μόνιμη απόκλιση που αυξάνει το χάσμα μεταξύ οικονομιών, διακρατικών κεφαλαίων και εθνικών και κοινωνικών τάξεων.

Η απάντηση των ευρωπαϊκών πολιτικών στον COVID-19

Η ΕΕ πρότεινε τουλάχιστον 4 μέσα, μερικά απλώς επέκταση ορισμένων προ-υπάρχοντων, για την αντιμετώπιση της κρίσης που προκλήθηκε από την πανδημία.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι ιλιγγιώδεις αριθμοί που προωθούνται από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα είναι οι μέγιστες εκτιμήσεις του χρηματοοικονομικού δυναμικού μετά την υπόθεση του πολλαπλασιαστικού αποτελέσματος  των πραγματικών χαμηλότερων εισφορών κεφαλαίου. Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι για μια άμεση επένδυση, μια επιδότηση κόστους ή δανείου, η πολιτική παροχής εγγυήσεων για έκδοση ομολόγων στις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι όροι πρόσβασης ή ο προορισμός της αποδεκτής χρήσης δεν είναι ίδιοι. Τα λεγόμενα χρηματοοικονομικά μέσα (που παρέχουν κεφάλαια για την υποστήριξη μιας έκδοσης ομολόγων) παρέχουν συνήθως υψηλότερο χρηματοοικονομικό πολλαπλασιαστή, απ’ όπου και τα θεαματικά στοιχεία, αν και αυτό σπάνια υλοποιείται στην πράξη όπως διαφημίζεται. Προϋποθέτει ένα παιχνίδι που περιλαμβάνει τράπεζες, κερδοσκόπους και εταιρείες, που λειτουργούν με χρήματα που υποστηρίζονται από δημόσιους πόρους, αφήνοντας προμήθειες, πληρωμές επισφαλών δανείων και μη πραγματοποιημένες προτιμώμενες δημόσιες επενδύσεις για αργότερα. Επιπλέον, οι συνέπειές τους και οι δικαιούχοι δεν είναι οι ίδιοι, επειδή τα δάνεια φέρουν χρέος και συνήθως ωφελούν τις ιδιωτικές εταιρείες που μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτά, προωθώντας επικερδείς λύσεις στην αγορά. Στο μεταξύ, οι επιδοτήσεις και οι άμεσες δημόσιες επενδύσεις τείνουν να προσανατολίζονται σε πολιτικές που δεν υπόκεινται απαραίτητα σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, εκτός αν κινητοποιούνται μέσω τύπων συνεργασίας δημόσιου-ιδιωτικού τομέα.

Έτσι, ενόψει της πανδημίας, η ΕΕ καθιέρωσε αρχικά οικονομική βοήθεια ύψους 540 δισ. ευρώ (Lucia and Albarracín, 2020b), των οποίων ο βαθμός χρήσης εξαρτάται από το τι τελικά ζητούν τα κράτη μέλη, ως εξής:

=> Προγράμματα μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ). Τα κράτη θα συνεισφέρουν ένα ταμείο επιπλέον 25 δισ. γι’ αυτό το πρόγραμμα. Με την έκδοση ομολόγων στις αγορές, εγγυημένη από αυτό το δημόσιο κατά κεφαλήν εισόδημα, θα μπορούσε να υπάρξει πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα έως και 200 δισ. με τη μορφή εγγυημένων δανείων για εταιρείες σε ευρωπαϊκή κλίμακα.

=> Πρόγραμμα SURE. 100 δισ. θα διατεθούν για την κάλυψη των μισθολογικών εξόδων που προκύπτουν από τη διακοπή της οικονομικής δραστηριότητας. Αυτό θα μπορούσε να χρησιμεύσει για την κάλυψη του προσωρινού σχεδίου απολύσεων της ERTE στην υπόθεση της Ισπανίας στο πλαίσιο της χρηματοδότησης του προγράμματος βοήθειας ανεργίας της ΕΕ, το οποίο υποστηρίζεται από δημόσιες εγγυήσεις από τα κράτη έως και 25% και που δημιουργήθηκε χωρίς την πρόθεση να είναι ένα ευρωπαϊκό σύστημα αντασφάλισης ανεργίας.

=> Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM), με 240 δισ. ευρώ (Albarracín, D. 2020) συνολικού δυναμικού δανείου, και μέγιστο 2% του ΑΕΠ για κάθε χώρα. Πρόκειται για δάνεια που υπόκεινται σε όρους  μέσω μνημονίου συμφωνίας και ελέγχου από την Τρόικα, απαιτώντας σεβασμό για τη δημοσιονομική και δαπανηρή πειθαρχία. Η εμπειρία της Ελλάδας το 2015 είναι η πιο γνωστή. Όλα τα κράτη θα έχουν πρόσβαση, αρκεί να συμφωνήσουν να ξοδέψουν τα χρήματα σε θέματα που σχετίζονται με την υγειονομική περίθαλψη. Αναμένουμε ότι αυτός ο πόρος θα χρησιμοποιηθεί μόλις εξαντληθούν οι άλλοι, καθώς είναι αυτός που συνεπάγεται τις περισσότερες δεσμεύσεις.

Στη συνέχεια, τον περασμένο Ιούλιο, ελλείψει επικύρωσης και υλοποίησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Γιούρογκρουπ κατέληξε σε συμφωνία για την κινητοποίηση ενός Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, που ονομάζεται «ΕΕ Επόμενης Γενιάς», το οποίο, για πρώτη φορά, θα χρησιμοποιήσει τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό για να εκδώσει ευρωπαϊκό δημόσιο χρέος, με οικονομικό δυναμικό 750 δισ. ευρώ. Επομένως, αυτό που δημιουργήθηκε είναι ένα χρηματοοικονομικό μακροοικονομικό μέσο που υποστηρίζεται από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, το οποίο είναι καινοτομία σε σύγκριση με το παλιό διακυβερνητικό σύστημα που διοχετεύεται από την ΕΤΕπ.

Από αυτά, 390 δισ. θα έχουν τη μορφή μεταβιβάσεων, ποσό που ισοδυναμεί με μόλις 0,7% της οικονομικής παραγωγής της ΕΕ σε 3 χρόνια (Kucharz, T. 2020). Τα υπόλοιπα θα έχουν τη μορφή δανείων. Αυτά θα χρησιμοποιηθούν λιγότερο, ή αργότερα, δεδομένου ότι η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ θα διευκολύνει τη φτηνή χρηματοδότηση στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Τα οικονομικά πακέτα στο πλαίσιο του Ταμείου Επόμενης Γενιάς της ΕΕ θα οργανωθούν σε προγράμματα. [9] Αυτά θα είναι τα εξής:

=> Ο μηχανισμός ανάκτησης και ανθεκτικότητας (RRF), θα είναι ο κύριος με συνολικά 672,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 360 δισ. είναι δάνεια και 312,5 δισ. ευρώ μεταφορές. Θα χρηματοδοτήσει προγράμματα που ορίζονται από κυβερνήσεις που εγκρίνουν τα υπόλοιπα κράτη μέλη.

=> ReactEU: 47,5 δισ. ευρώ. Θα υποστηρίξει πρωτοβουλίες των οποίων το προφίλ είναι ελάχιστα καθορισμένο και που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε τύπους πράσινου καπιταλισμού, οι οποίοι θα μπορούσαν να ωφελήσουν την ενέργεια και τις συναφείς εταιρείες και την ψηφιακή οικονομία. [10]

=> Horizon Europe: 5 δισ. ευρώ. Πρωτοβουλίες έρευνας και επιστήμης.

  • InvestEU: 5,6 δισ. ευρώ. Προώθηση των επενδύσεων, ιδιαίτερα ιδιωτικών, στην ΕΕ. Η εμπειρία δείχνει ότι χρηματοδοτεί τις επενδύσεις που θα γίνονταν ούτως ή άλλως, εστιάζοντας στις πιο κερδοφόρες οικονομίες.
  • Αγροτική ανάπτυξη: 7,5 δισ. ευρώ.
  • Just Transition Fund (JTF – Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης): 10 δισ. ευρώ. Θα προωθήσει δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις που σχεδιάστηκαν στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, σύμφωνα με τις παραμέτρους του πράσινου καπιταλισμού, που επικρίθηκε από τον Daniel Tanuro (2012).
  • RescEU: 1,9 δισ. ευρώ. Αυτός είναι ένας μηχανισμός πολιτικής προστασίας που θα προσπαθήσει επίσης να καλύψει την έλλειψη ιατρικού εξοπλισμού, μέσω της παραγωγής, της αγοράς και της κεντρικής αποθήκευσης.

Συνοπτικά, οι στόχοι προτεραιότητας της κοινωνικής χρησιμότητας, σε θέματα υγείας και οικολογικής φύσης, μόλις 11,9 δισ. ευρώ προορίζονται για ολόκληρη την ΕΕ, κάτω από ένα πλαίσιο σε μεγάλο βαθμό φιλικά προσκείμενο  στις επιχειρήσεις και την ιδιωτική πρωτοβουλία.

Ο ορισμός των νέων ειδικών πόρων, των φόρων για τη χρηματοδότηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, δεν έχει ακόμη αποφασιστεί. Γίνεται λόγος για φόρο στα πλαστικά, άδειες ρύπανσης, δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα σε εταιρείες εισαγωγής, το οποίο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο λέει ότι θα μπορούσε, συνολικά, να συγκεντρώσει 31 δισ. ευρώ ετησίως. Αλλά έτσι ούτε θα κερδίσουν αρκετά, ούτε θα επιλύσουν το πρόβλημα του κλίματος  και θα αντιπροσωπεύουν οπισθοδρομικούς (αντίστροφα προοδευτικούς) φόρους. Ο φόρος χρηματοοικονομικών συναλλαγών, ο φόρος Google ή μια συγκεκριμένη εναρμονισμένη ενότητα φόρου εταιρειών, θα ήταν πιο ενδιαφέροντα, αν και ανεπαρκή και πολύ μακριά από την προοδευτική φορολογία ή την εναρμονισμένη φορολογική συνεργασία (Albarracín, Merlo and Lucia, 2020).

Το Ταμείο ΕΕ επόμενης γενιάς θα επιτρέψει στις κυβερνήσεις να προτείνουν το χρηματοοικονομικό τους πρόγραμμα, που ενδέχεται να χρηματοδοτηθεί. Η τρόικα δεν θα είναι εκεί, αλλά το πνεύμα της θα διεισδύσει σε ολόκληρη την πρωτοβουλία. Όχι μόνο θα πρέπει να τα επικυρώσουν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, αλλά θα έχει επίσης ένα φρένο έκτακτης ανάγκης, που μπορεί να ενεργοποιήσει κάθε κράτος μέλος, αν θεωρήσει ότι μια άλλη χώρα παραβιάζει τις αρχές της συμφωνίας – ένας συνδυασμός της ιδιωτικής επανενεργοποίησης της οικονομίας και της ικανότητας αποπληρωμής των χρεών. Το πνεύμα της τρόικας δεν θα ενσωματωθεί άμεσα από την ΕΚΤ, το ΔΝΤ ή την Κομισιόν, αλλά θα καθίσει  πάνω σε κάθε κυβερνητικό υπουργικό συμβούλιο, μέσω της αυτο-λογοκρισίας, ή θα έρθει εκ των υστέρων μέσω του δυνητικού βέτο μιας από τις μη υποστηρικτικές κυβερνήσεις, όπως της Ολλανδίας ή Αυστρίας, που με ζήλο  προσπαθούν να διασφαλίσουν ότι οι αρχές της λιτότητας τηρούνται στις δημόσιες πολιτικές.

Λες και αυτά δεν είναι αρκετά, η μη συμμόρφωση με τα ανθρώπινα δικαιώματα των χωρών της ομάδας του Βίζεγκραντ, όπως η Ουγγαρία ή η Πολωνία, θα αγνοηθεί, ενώ οι εκπτώσεις για τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, οι οποίες υπήρχαν ήδη, όπως το γνωστή και πλέον ξεπερασμένο «Βρετανική τσεκ», θα συνεχιστούν, ώστε να μην χρειάζεται να συνεισφέρουν όσο πρέπει στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Έως 1,124 δισ. ευρώ ετησίως θα σταματήσουν να δίνονται από τις «φειδωλές» χώρες, για να τους αποτρέψουν από την αποδοχή αυτού του Ταμείου. Αυτό συνέβη με την Ολλανδία (των οποίων η αντισταθμιστική έκπτωση αυξάνεται από 1,576 σε 1,921 δισ. ετησίως), τη Δανία (από 197 σε 377), την Αυστρία (από 237 σε 565) και τη Σουηδία (από 798 σε 1.609). Η Γερμανία παραμένει ως έχει (3,667 δισ. ετησίως).

Συνολικά, εκτιμούμε ότι μια μέγιστη χρηματοδότηση αυτών των μέτρων στα 1,29 τρισ. ευρώ που, προστιθέμενη στην πολιτική δανείων και αγορών της ΕΚΤ, θα αντιπροσωπεύει ένα δυνητικό σύνολο 1,94 τρισ. ευρώ, το οποίο στρογγυλεμένα θα μπορούσε να φτάσει το 13,9% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, αν θεωρούμε ότι αυτά τα ερεθίσματα θα ισχύσουν για περίπου 6 χρόνια, και σίγουρα ούτε καν τα μισά  δεν θα αξιοποιηθούν. Συγκριτικά, στην ετήσια διακύμανση του δεύτερου τριμήνου του 2020, το ΑΕΠ της ΕΕ μειώθηκε κατά 14,4% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του προηγούμενου έτους. Η ανάκαμψη της οικονομίας θα είναι αργή. Με άλλα λόγια, η ευρωπαϊκή δημόσια πολιτική απέχει πολύ από το να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει, σε μέγεθος ή περιεχόμενο, αυτήν την κρίση ή αυτές που θα έρθουν.

Τα ευρωπαϊκά κεφάλαια ως μάννα για την κρατική πολιτική;

Το ισπανικό κράτος θα έχει πρόσβαση σε 140 δισ. ευρώ, για 6 χρόνια, εκ των οποίων 72,700 εκατομμύρια θα είναι μεταβιβάσεις (Hernández-Ranera, 2020),  ποσό που έχει και τη μεγαλύτερη σημασία. Ένας σημαντικός αριθμός, αλλά σε τεράστια απόσταση από ό, τι είναι απαραίτητο, ακόμη περισσότερο όταν ολόκληρη η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης θα αυξήσει το δημόσιο χρέος σε τουλάχιστον 115,6% εκατό το 2021, μια αύξηση 20 μονάδων σε μόλις 1 χρόνο. Στο μεταξύ, έχει εμπιστευτεί την κάλυψή της σε ευρωπαϊκά κεφάλαια, αποκηρύσσοντας τη δική της πολιτική βάσει μιας προοδευτικής φορολογικής μεταρρύθμισης -ο φόρος περιουσίας ή η μεγάλη αύξηση του πραγματικού συντελεστή φόρου εταιρειών αποκλείεται-, χωρίς να προωθηθεί μια ισχυρή πολιτική δημοσίων επενδύσεων στην υγεία, την εκπαίδευση ή αλλαγή του ενεργειακού μοντέλου, αφήνοντας μικρές σημαντικές βελτιώσεις, και απορρίπτοντας την αναθεώρηση των δεσμεύσεων δημοσίου χρέους, για παράδειγμα, ή το άρθρο 135 του Συντάγματος.

Δεδομένου ότι οι εθνικές πολιτικές περιμένουν ευρωπαϊκά κονδύλια για να υποστηρίξουν τις πρωτοβουλίες τους, και δεν προβλέπεται φιλόδοξη δημοσιονομική πολιτική, δεν μπορεί να αναμένεται ότι ο δημόσιος τομέας μπορεί να ανταπεξέλθει στο ύψος της οικονομικής, ενεργειακής ή κλιματικής κρίσης. Και ούτε θα το κάνει σε σχέση με  την κρίση που προκαλείται από την πανδημία. Φοβόμαστε ότι το αποτέλεσμα όλων αυτών θα είναι ένας συνδυασμός δημόσιου χρέους, μελλοντικών περικοπών στις δημόσιες υπηρεσίες, προσαρμογών μισθών, ανεργίας και ίσως νέων πακέτων έμμεσων φόρων. Στον τομέα των πολιτικών για την υγεία, προβλέπεται ότι η πολιτική συνεργασίας δημόσιου-ιδιωτικού τομέα θα εμβαθύνει, δηλαδή, η χρηματοδότηση της παροχής ιδιωτικών υπηρεσιών με δημόσιο χρήμα, που επεκτείνεται ευρέως από κυβερνήσεις όπως της Μαδρίτης, της Γαλικίας και όλο και περισσότερο της Ανδαλουσίας. Και, υπό αυτές τις συνθήκες, τα εργασιακά και  κοινωνικά δικαιώματα θα εμφανιστούν στο προσκήνιο.

Ούτε οι περιορισμένα διαθέσιμοι πόροι θα χρησιμοποιηθούν για μια μεγάλη δημόσια επενδυτική πολιτική για την κοινωνική και υγειονομική περίθαλψη, καθώς και για την ενεργειακή μετάβαση ή αλλαγή στο μοντέλο παραγωγής. Τα προτεινόμενα μέτρα κοινωνικής προστασίας, ακόμη και όταν αποτελούν στοιχείο διαφοροποίησης της ισπανικής κυβέρνησης, δεν επαρκούν, «δεν φτάνουν στον προορισμό τους» όπως έχει ειπωθεί, δεν επιλύουν τα υποκείμενα προβλήματα και θα αυξήσουν το χρέος της επόμενης περιόδου. Και σήμερα τα χρέη θα είναι οι περικοπές και η εμπορευματοποίηση του δημοσίου, η επισφάλεια των εργασιακών δικαιωμάτων, η εντατικοποίηση της εργασίας και η κοινωνική ανισότητα του αύριο.

Εφόσον δεν υπάρχει ισχυρή δράση κατά των προνομίων της καπιταλιστικής μειονότητας και των πολιτικών που τις εξυπηρετούν, με ρυθμίσεις, απαλλοτριώσεις και εκδημοκρατισμό ολόκληρων τομέων, η τάση θα είναι υπέρ τους, σε ένα πλαίσιο όπου τα ποσοστά ανεργίας ανεβαίνουν στα ύψη και η διαπραγματευτική δύναμη  του εργατικού κινήματος εξασθενεί.

Η οικονομική κρίση, που εμβαθύνεται από την πανδημία, έχει δημιουργήσει ένα πολύ σοβαρό πλαίσιο κοινωνικοποίησης των απωλειών, του κόστους απασχόλησης και των ιδιωτικών χρεών, που κατέληξαν να υποστηρίζονται από το δημόσιο πορτοφόλι. Η διακοπή του Συμφώνου Σταθερότητας είναι προσωρινή. Μόλις περάσει η κρίση για την υγεία, η έκτακτη περίοδος έχει τελειώσει και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης αρχίσει να ισχύει ξανά, η τρόικα ή μια ισοδύναμη πολιτική θα επιστρέψει.

Ελλείψει επαρκούς ταμείου αλληλεγγύης, για παράδειγμα, ενός ευρέος κοινού και αναδιανεμητικού υπερεθνικού κρατικού ταμείου, για την προώθηση μιας δημόσιας επενδυτικής πολιτικής επικεντρωμένης στον κοινωνικο-υγειονομικό τομέα και μια αλλαγή στο παραγωγικό μοντέλο, η κρίση θα είναι ισχυρή και διαρκής, και η αύξηση του δημόσιου χρέους αδυσώπητη.

Για άλλη μια φορά, οι εργαζόμενες τάξεις δεν μπορούν να συνεχίσουν να εμπιστεύονται εκείνους που είναι γαντζωμένοι σε στενούς ορίζοντες, φόβο, δυσπιστία στις λαϊκές μάζες και στη φτώχεια των ιδεών τους και που δεν οργανώνουν την κοινωνία των πολιτών για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει όσον αφορά τον μετασχηματισμό. Οι εργαζόμενοι πρέπει να βγουν στο προσκήνιο, να οργανωθούν, να έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους ως τάξη, να αντλούν μαθήματα και να αναδείξουν την πρόταση για μια δημοκρατική πολιτική που περιλαμβάνει τη λήψη  και τη διοίκηση της δημόσιας σφαίρας  και των κοινών αγαθών σε ένα βασισμένο στην αλληλεγγύη, βιώσιμο, χωρίς αποκλεισμούς και εναλλακτικό τρόπο  διαχείρισης τον οικονομικών πόρων στους χώρους εργασίας, τη δημόσια σφαίρα και τα κοινά αγαθά.

Αντιμετωπίζουμε τη μεγαλύτερη κρίση που αντιμετώπισε ποτέ ο καπιταλισμός στη λειτουργία του. Αντιμέτωποι με αυτήν την κατάσταση, πρέπει να αμφισβητηθεί ο σχεδιασμός της θεσμικής και της οικονομικής αρχιτεκτονικής της ΕΕ. Δεν υπάρχει άλλη λύση από το να οικοδομήσουμε μια συμμαχία τόσο σε κρατικό όσο και σε διεθνές επίπεδο για τη διεξαγωγή λύσεων συνεργασίας ευνοϊκών για τις λαϊκές τάξεις, τη δημόσια υγεία και τη βιόσφαιρα αντιδρώντας σε κάθε χώρα ενάντια στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες που την εμποδίζουν. Αυτά θα πρέπει να γίνουν εκτός των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων όπως αυτά ορίζονται, υπερβαίνοντας τα και οικοδομώντας ένα θεσμό που τους ξεπερνά, όπου είναι δυνατόν, ίσως ξεκινώντας από τους περιφερειακούς λαούς σε ευρεία συμμαχία με τις οργανωμένες και υποστηρικτικές εργαζόμενες τάξεις, όπου κι αν βρίσκονται.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Αυτό το άρθρο είναι το κεφάλαιο ενός επικείμενου βιβλίου, που μεταφράστηκε από το International Viewpoint και δημοσιεύθηκε με την άδεια του συγγραφέα.

[2] Ας μην ξεχνάμε ότι η ΕΕ ως αγορά συνθλίβεται από τη μέγγενη του εμπορικού πολέμου μεταξύ  ΗΠΑ-Κίνας και ο μόνος τρόπος που φαίνεται να επιχειρείται είναι η αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης της εργασίας, αφού άλλες εξαντλημένες πολιτικές εντός του καπιταλισμού έχουν αποτύχει.

[3] «Μεταξύ 2011 και 2018, συνέστησε 105 φορές στα κράτη μέλη της ΕΕ να μειώσουν τις συντάξεις και 50 φορές να λάβουν μέτρα κατά της αύξησης των μισθών. Σε 63 περιπτώσεις, η Κομισιόν ζήτησε ακόμη και τη μείωση και την ιδιωτικοποίηση του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης. (Kucharz, Τ. 2020)

[4] Περιέργως, τα γερμανικά δικαστήρια έχουν την αντίθετη άποψη, δηλώνοντας ότι το γερμανικό κεφάλαιο έχει υψηλότερα πραγματικά επιτόκια από τις περιφερειακές χώρες, οι οποίες έχουν υψηλότερο πληθωρισμό. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα γερμανικά δικαστήρια και η Bundesbank [Ομοσπονδιακή Τράπεζα, η γερμανική κεντρική τράπεζα] εδώ αντικατοπτρίζουν τα συμφέροντα του γερμανικού κεφαλαίου που λειτουργεί στην εθνική του αγορά, και όχι στην ευρωπαϊκή, και, περιττό να πούμε, ότι αυτή η φερόμενη ζημία, σαφώς μικρή, αντισταθμίζεται από τα πλεονεκτήματα που φέρνει στη γερμανική πρωτεύουσα η οποία είναι προσανατολισμένη στις εξαγωγές στην Ευρώπη

[5] Το ιδιωτικό χρέος των εταιρειών ισοδυναμεί ήδη με το 110% του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη (Husson, M. 2020).

[6] Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, ενώ το ΑΕΠ ποσοτικοποιεί τη συνολική παραγωγή που πραγματοποιείται σε οικονομικό χώρο, ανεξάρτητα από το γεωγραφικό σημείο/χώρο του παραγωγικού παράγοντα που τον δημιουργεί, το ΑΕΕ περιλαμβάνει μόνο τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που λαμβάνονται από παραγωγικούς παράγοντες που κατοικούν στη χώρα μέτρησης.

[7] Να θυμάστε ότι ο νέος προϋπολογισμός παρέχει κεφάλαια για την ασφάλεια και την ευρωπαϊκή στρατιωτικοποίηση: 23 δισ. ευρώ περισσότερο για το κλείσιμο των εξωτερικών συνόρων και 20 δισ. περισσότερα για τη βιομηχανία όπλων. (Kucharz, Τ. 2020).

[8] Η Γερμανία «θα δανειστεί 118,700 δισ. περισσότερα από όσα επιτρέπονται από τον δημοσιονομικό κανόνα που θεσπίζεται στο γερμανικό Σύνταγμα. Ομοίως, το γερμανικό χρέος θα φθάσει το 77% του ΑΕΠ το 2020, σαφώς πάνω από το 60% που ορίζεται ως όριο στο Σύμφωνο Σταθερότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Kucharz, Τ. 2020)

[9] Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, 21 Ιουλίου 2020 Συμπεράσματα.

[10] Η ψηφιακή οικονομία αντιπροσωπεύει ένα διαφορετικό φάσμα πρωτοβουλιών που ευθυγραμμίζονται με τις νέες τεχνολογίες, τον αυτοματισμό, την τηλεργασία, τη ρομποτοποίηση και άλλους τύπους της λεγόμενης Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης, η οποία, παρεμπιπτόντως, απαιτεί την κατανάλωση ενέργειας που είναι αδιανόητο να γενικευτεί δεδομένου της ενεργειακής κρίσης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Albarracín, D. y Lucia, M. (2020b) “¿Del plan Marshall soñado a la farsa de los Pactos de la Moncloa?”
  • Albarracín, D. y Lucia M. (2020c) “El Fondo de Recuperación Europeo: un globo desinflado “
  • Albarracín, D: (2020) “¿Qué es el MEDE y porqué debiera importarnos?” 15/04/2020.
  • Albarracín, D., Merlo, A. y Lucia M. (2020) “Cooperación fiscal armonizada y auditorías de la deuda, un nuevo concepto solidario para una nueva Europa” 16/06/2020
  • Κομισιόν. “Σχέδιο Ανάκαμψης για την Ευρώπη”
  • Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. “Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, 17-21 Ιουλίου 2020”
  • Hernández-Ranera, S. (2020) “España obtendrá 140.000 millones en ayudas de la UE: “La cuestión es si será suficiente” 21 July 2020.
  • Husson, M. (2020) “L’économie mondiale en plein chaos” 17 May 2020.
  • Kucharz, T. (2020) “La Troika, sentada en el Consejo de Ministros” 23/07/2020
  • López, I. (2020) “En cada rostro un Plan Marshall, en cada esquna un New Deal” 23 July 2020
  • Lucia M. y Albarracín D., Abril (2020a) “El virus de la obediencia a la arquitectura económica europea” 22 April 2020
  • Pérez, M. (2020) “Un salvavides insuficient per a la Unió Europea” 3 August 2020
  • Pisarello, G. (2020) “Y tras el acuerdo europeo, ¿Qué?.” 5 August 2020
  • Roberts, M. (2020) “Profitability, investment and the pandemic” 17 May 2020
  • Roberts, M. (2020b) “A world tax of profit: a new approach” 25 July 2020
  • Tanuro, D. (2013) Green Capitalism: why it can’t work. Merlin Press/IIRE/Resistance Books
  • Τουσέν, Ε.. (2020) “Η καπιταλιστική πανδημία, ο Κορονοϊός και η οικονομική κρίση”, 19 Μαρτίου – 10 Ιουλίου 2020 (4 μέρη, αναρτημένο στο okde.gr)