Ένα εξαιρετικά παρασιτικό παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα που απολαμβάνει ακλόνητη προστασία (του François Chesnais)

μετάφραση από το internationalviewpoint.org – 4 Ioυλίου 2020

Κατά τη διάρκεια της εξέλιξης της πανδημίας στην Ευρώπη, το χρηματοπιστωτικό σύστημα έλαβε ελάχιστη προσοχή στα ΜΜΕ. Μόνο στα τέλη Φεβρουαρίου / αρχές Μαρτίου η απότο-μη πτώση των χρηματιστηρίων έκανε την εμφάνισή τους στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και των τηλεοπτικών εκπομπών. Πράγματι, μεταξύ 20 Φεβρουαρίου και 9 Μαρτίου είδαμε μια κατάρρευση των τιμών μεταξύ 23% και 30%, ανάλογα με τα χρηματοοικονομικά κέντρα. Τώρα γνωρίζουμε ότι αυτό οφείλεται στην παρέμβαση της Fed. Σήμερα, η υποστήριξη που παρέχει στους χρηματοοικονομικούς επενδυτές δεν αποτυγχάνει.

Στις 12 Ιουνίου, η Fed μείωσε τα βασικά επιτόκια των δανείων της στο 0% και ανακοίνωσε την απεριόριστη αγορά γραμματίων του Δημοσίου [1]. Στις 18 Ιουνίου, η ΕΚΤ ανακοίνωσε αμέσως ότι δανείζει σε τράπεζες της Ευρωζώνης 1,310 τρισ. Ευρώ με επιτόκιο 1%. Τον Απρίλιο του 2019 ολοκλήρωσα ένα άρθρο για το A l’ Encontre: «Το πολιτικό ζήτημα που μπορεί να προκύψει σε μια ή περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ανάλογα με τις περιστάσεις, είναι μια νέα διάσωση των τραπεζών από το κράτος και η ‘κοινωνικοποίηση των ζημιών’ σε βάρος των εργαζομένων, που τη συνοδεύει σε τέτοιες περιπτώσεις.» [2]

Εκεί βρισκόμαστε τώρα. Η οικονομική εφημερίδα Les Echos τονίζει ότι για την ΕΚΤ το ποσό αυτό αποτελεί ρεκόρ για το πρόγραμμα που ονομάζεται TLTRO (Targeted Long–Term Refinancing Operation – Στοχευμένη λειτουργία μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης): «Η προσφορά αποτελεί ιδιαίτερο κίνητρο. Τα ιδρύματα που έχουν λάβει αυτά τα δάνεια θα χρεώνονται με αρνητικό επιτόκιο. Με άλλα λόγια, η ΕΚΤ θα πληρώσει τις τράπεζες για να δανείσουν στους πελάτες τους. Και το επίπεδο αυτής της αμοιβής του 1%, είναι εντελώς άνευ προηγουμένου. Γι’ αυτό, οι τράπεζες πρέπει να διατηρήσουν τις πιστώσεις τους στην οικονομία στο επίπεδό που ήταν πριν την έκρηξη της πανδημίας. Ένας όρος που εύκολα θα εκπληρωθεί, χάρη στις εγγυήσεις που παρέχονται από τις κυβερνήσεις ώστε να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να αντέξουν την κρίση.»

Ο δεδηλωμένος στόχος είναι η ενίσχυση της δανειοδοτικής ικανότητας των τραπεζών, ιδίως προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αλλά «πολλά ιδρύματα θα μπορούσαν να επιλέξουν να επενδύσουν εν μέρει αυτά τα κεφάλαια που δανείστηκαν κατά 1% σε κρατικά ομόλογα, που προσφέρουν θετική απόδοση, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Ιταλίας». [3] Εν ολίγοις, πρόκειται για την αποκατάσταση της κερδοφορίας των τραπεζών και της ικανότητάς τους να πληρώνουν μερίσματα στους μετόχους τους.

Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η τριμηνιαία έκθεση του ΔΝΤ για την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η Παγκόσμια Έκθεση Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας, του Απριλίου 2020 και το άρθρο που δημοσιεύτηκε στο διαδίκτυο από τους οικονομολόγους του ΔΝΤ, δίνουν αντιθέτως την ιδέα μιας άνευ προηγουμένου κατάστασης, που αποκαλύπτε-ται από την πανδημία, των θεσμικών οργάνων – κεντρικών τραπεζών και του ΔΝΤ, αντιμέτωπων με μια νέα κατάσταση ασυμβίβαστου και αποσύνδεσης μεταξύ των αγορών και της «πραγματικής οικονομίας», ξεκινώντας από τις χρηματιστηριακές αγορές. Οι δύο μεγάλες μακροπρόθεσμες συστημικές τάσεις, που συζητήθηκαν σε προηγούμενα άρθρα, θα βοηθήσουν στην κατανόηση των αιτιών τους.

Το μακροπρόθεσμο πλαίσιο: μια ατελείωτη χρηματοοικονομική συσσώρευση και μια συνεχής πτώση των επιτοκίων

Το πρώτο είναι η παγκόσμια κίνηση, που έχει δει τα παγκόσμια χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία να αυξάνονται με ρυθμό πολύ υψηλότερο απ’ αυτό του παγκόσμιου ΑΕΠ. Έχω μιλήσει γι’ αυτό σε πολλά άρθρα που δημοσιεύθηκαν από το A l’ Encontre. Αποτελείται από τον ειδικό μηχανισμό συσσώρευσης χρηματικού κεφαλαίου / δανειακού κεφαλαίου σε αντίθεση με την «πραγματική συσσώρευση κεφαλαίου» που μελετά ο Μαρξ στα τρία κεφάλαια (30, 31, 32) με τίτλο «Χρηματικό κεφάλαιο και Πραγματικό κεφάλαιο» του Μέρους 5 του Βιβλίου ΙΙΙ του Κεφαλαίου. Την εποχή που ο Μαρξ το μελετούσε, η κίνηση συνδέθηκε με τον οικονομικό κύκλο: μέρος του κεφαλαίου, που συσσωρεύτηκε από τους βιομηχανικούς καπιταλιστές στη φάση της επέκτασης, αναζητούσε κατά την περίοδο της κρίσης και της ύφεσης να αξιοποιηθεί (υπεραξιωθεί) ως δανειακό κεφάλαιο. Προσθέτει κάπως λακωνικά ότι η συσσώρευση χρηματικού κεφαλαίου μπορεί να είναι «εν μέρει αποτέλεσμα καταστάσεων που το συνοδεύουν, αλλά είναι εντελώς διαφορετικό απ’ αυτό το αποτέλεσμα». [4]

Αυτό που ήταν τον 19ο αιώνα ένα συγκυριακό γεγονός, έχει γίνει στην περίπτωση του σύγχρονου καπιταλισμού μια συστημική διαδικασία, που γεννήθηκε πρώτα από τις ιμπεριαλιστικές σχέσεις «Βορρά-Νότου», μετά από θεσμικούς μηχανισμούς μετατροπής των μισθών σε κεφάλαιο χρήματος μέσω συνταξιοδοτικών συστημάτων με κεφαλαιοποίηση και στη συνέχεια τροφοδοτήθηκε από την έκδοση τίτλων ιδιωτικού χρέους, και όλο και πιο μαζικά από το δημόσιο χρέος, στις κεντρικές καπιταλιστικές χώρες. Βρισκόμαστε μπροστά στην παρουσία εικονικών «τραβηχτικών δικαιωμάτων» πάνω στην παρούσα και μέλλουσα υπεραξία, άμεσα στην περίπτωση μετοχών και ομολόγων που εκδίδονται από εταιρείες, έμμεσα στην περίπτωση δημόσιων χρεογράφων. Αντιπροσωπεύουν κεφάλαιο για όσους τα κατέχουν και αναμέ-νουν επιστροφή, αλλά είναι πλασματικά κεφάλαια όσον αφορά την κίνηση του κεφαλαίου στο σύνολό της. [5]

Το Παγκόσμιο Ινστιτούτο McKinsey έχει υπολογίσει ότι τα αποθέματα που μετρώνται με κεφαλαιοποίηση της αγοράς, ιδιωτικά και δημόσια χρεόγραφα και τραπεζικές καταθέσεις αυξήθηκαν από 100% σε 200% του παγκόσμιου ΑΕΠ μεταξύ του 1990 και της παγκόσμιας οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης της περιόδου 2007–09.

Διάγραμμα 1: Αύξηση των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και του παγκόσμιου ΑΕΠ 1990–2010 (αριστερός άξονας και κόκκινη γραμμή = παγκόσμια χρηματοοι-κονομικά περιουσιακά στοιχεία ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ, δεξιός άξονας = ποσό σε τρισεκατομμύρια σε συναλλαγματικές ισοτιμίες 2011) – Πηγή: McKinsey Global Institute, Financial Globalization, Retreat or Reset; 2013

Το Παγκόσμιο Ινστιτούτο McKinsey έχει σταματήσει να δημοσιεύει τις εκτιμήσεις του. Από την άλλη πλευρά, ο ιστότοπος του Visual Capitalist δημοσίευσε στοιχεία τον Μάιο που δείχνουν ότι η κίνηση συνεχίστηκε. [6]
Οι μετοχές, μετρούμενες με την κεφαλαιοποίησή τους στην αγορά (89,5 τρισ. δολάρια) και οι τίτλοι δημόσιου και ιδιωτικού χρέους (253,0 τρισ. δολάρια, εκ των οποίων το 27,4% είναι κρατικό χρέος) φτάνουν συνολικά 342,5 τρισ. δολάρια, 95,5 τρισ. σε τραπεζικές καταθέσεις (χωρίς να υπολογίζονται τα 35,2 τρισ. σε στενά νομισματικά μεγέθη), δηλαδή, συνολικά 438,2 τρισ. δολάρια έναντι 225 τρισ. δολαρίων το 2012, αύξηση 98%. Επιπλέον, πρέπει να προστεθούν 280,6 τρισ. δολάρια σε ακίνητα.

Διάγραμμα 2: ΗΠΑ – Επιτόκια σε 10ετείς ταμειακούς λογαριασμούς σε σταθερές τιμές – Πηγή: Federal Reserve Bank of Saint-Louis Economic Research

Οι πολιτικές (ο όρος «ανορθόδοξος», που χρησιμοποιήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα, εξαφανίστηκε σταδιακά από τα σχόλια) της μαζικής δημιουργίας νομισματικών μέσων και της μόνιμης υποστήριξης από τις τράπεζες που ακολούθησε η Fed και άλλες κεντρικές τράπεζες συνέβαλαν σε αυτή την πτώση των επιτοκίων. Το τμήμα μελετών του ομίλου Natixis φτάνει να εκτιμά ότι αυτό ερμηνεύει ακόμα και ως τα δύο τρίτα της πτώσης των επιτοκίων από το 2009. [7] Ωστόσο, οι οικονομολόγοι της BIS (Tράπεζα Διεθνών Διακανονισμών) στη Βασιλεία επέμειναν ότι αυτό δεν ήταν αρκετό για να εξηγήσει την πτώση, καθώς ξεκίνησε το 1995. Όσον αφορά αυτά τα μειωμένα επιτόκια, είναι αδύνατο, λένε, «να αποσυνδέσουν τι είναι διαρθρωτικό και τι είναι κυκλικό, και σε ό,τι είναι κυκλικό, την αντίστοιχη σημασία των νομισματικών και μη νομισματικών παραγόντων». [8] Πράγματι, οι κύριες αιτίες της μεγάλης πτώσης των επιτοκίων στις αγορές χρεογράφων εντοπίζονται στον διαμοιρασμό των κερδών παραγωγικότητας, που ελέγχονται από τη σχέση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, τα παραμορφωμένα αποτελέσματα της τεχνολογικής αλλαγής και το μπλοκάρισμα των μηχανισμών συσσώρευσης που δημιουργούν. Η αύξηση της τρέχουσας και της μελλοντικής υπεραξίας των εικονικών «τραβηχτικών δικαιωμάτων», τα οποία συνιστούν το πλασματικό κεφάλαιο, επιβραδύνεται. Η πτώση ευκαιριών επικερδών επενδύσεων σημαίνει ότι η προσφορά κεφαλαίου υπερβαίνει τη ζήτηση. [9] Σε απόκριση, οι επενδυτές έχουν χρόνο με τον χρόνο αυξήσει από που απ’ τις αρχές του 2010 έχει ονομαστεί ως «η όρεξή τους για ρίσκο» και έχουν στραφεί προς ευκαιρίες για μικρο–κέρδη που προσφέρονται από την τεχνητή νοημοσύνη.

Η έλευση των Big Data και των αλγορίθμων

Οι συναλλαγές υψηλής συχνότητας (HFT) ήταν η πρώτη μορφή «αυτόματης διαπραγμάτευσης» με βάση τη διαχείριση στατιστικών αποφάσεων “Big Data” στον χρηματοοικονομικό τομέα. Αυτοί οι διαχειριστές εικονικής αγοράς χρησιμοποιούν πολύπλοκους αλγόριθμους για την ανάλυση πολλών αγορών ταυτόχρονα και εκτελούν εντολές ανάλογα με την κατάστασή τους. Ενώ η ταχύτητα συναλλαγής HFT ήταν ακόμη στα 20 χιλιοστά του δευτερολέπτου στις αρχές του 2010, τώρα αυξήθηκε στα 113 μικροδευτερόλεπτα το 2011.

Οι μη ειδικοί στις χρηματοοικονομικές αγορές ανακάλυψαν το HFT στις 6 Μαΐου 2010. Ενώ οι ευρωπαϊκές αγορές είχαν ανοίξει ελαφρώς χαμηλά λόγω ανησυχιών που προέρχονταν από την Ελλάδα, στη Wall Street, χωρίς προειδοποίηση ή προφανή λόγο, ο δείκτης Dow Jones έχασε σχεδόν 10% μέσα σε λίγα λεπτά. [10] Μετά από έρευνα, οι αμερικανικές ρυθμιστικές αρχές (SEC και CFTC) αμφισβήτησαν την τεχνική αγοράς και πώλησης περιουσιακών στοιχείων βάσει αλγορίθμων. Μελετώντας τα λεγόμενα “e-mini” συμβόλαια του δείκτη S&P 500, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι επενδυτές (traders) των HFT κέρδισαν κατά μέσο όρο 1,92 δολάρια για κάθε συναλλαγή που πραγματοποιείται για μεγάλους θεσμικούς επενδυτές και κατά μέσο όρο 3,49 δολάρια για εκείνες που πραγματοποιούνται από επενδυτές λιανικής. [11]

Το HFT ακολούθησε αυτό που ονομάζεται “robo-investing” (ρομπο-επενδύσεις), το οποίο εκπροσώπησε το 2019 σύμφωνα με τον Economist [12] το 35% της κεφαλαιοποίησης της αγοράς στη Wall Street, το 60% των περιουσιακών στοιχείων των θεσμικών επενδυτών και το 60% σε αγορές και πωλήσεις τίτλων στις αμερικανικές αγορές. Αυτή η διαχείριση λαμβάνει διάφορες μορφές. Σχετικά με την ίδια αγορά κεφαλαίου, οι πιο συνηθισμένες είναι αυτές του τύπου ETF (Exchange Traded Fund). Προγραμματισμένες να παρακολουθούν τις διακυμάνσεις ενός δείκτη αναφοράς, χωρίς να επιδιώκουν να επιτύχουν καλύτερη απόδοση από τον μέσο όρο της αγοράς, αποκαλούνται «παθητική διαχείριση». Χρησιμοποιούνται ιδιαίτερα στη διαχείριση ιδιωτικών χαρτοφυλακίων, τα οποία βρίσκουμε πλήρως αυτοματοποιημένα στο διαδίκτυο σε επενδυτικές πλατφόρμες που ονομάζονται “robot-advisers” (σύμβουλοι ρομπότ). Κεφάλαια που συναλλάσσονται στο χρη-ματιστήριο (Exchange Traded Funds) παρακολουθούν αυτόματα δείκτες μετοχών και ομολόγων. Τον Οκτώβριο του 2019, αυτά τα αυτόματα συστήματα διαχειρίζονταν 4,3 τρισ. δολάρια των μετοχών στις ΗΠΑ, που ξεπερνούσαν για πρώτη φορά εκείνα που διαχειρίζονται τα ανθρώπινα όντα. Το λογισμικό που ονομάζεται “smart beta” απομονώνει ένα στατιστικό χαρακτηριστικό –τη μεταβλητότητα, για παράδειγμα– και εστιάζει στις μετοχές που το παρουσιάζουν. Καθώς οι αλγόριθμοι για τις μετοχές και τα παράγωγα έχουν αποδείξει ότι δουλεύουν, αναπτύσσονται επίσης στις αγορές χρέους.

Οι διαχειριστές κεφαλαίων διαβάζουν αναφορές και συναντώνται με εταιρείες υπό αυστηρούς εσωτερικούς νόμους περί εμπορικών συναλλαγών και αποκάλυψης εμπιστευτικών πληροφοριών, που έχουν σχεδιαστεί για να ελέγχουν ό,τι υπάρχει στο δημόσιο τομέα και να διασφαλίζουν ότι όλοι έχουν ίση πρόσβαση. Σήμερα, μια σχεδόν άπειρη συσσώρευση νέων δεδομένων και η συνεχής αύξηση των αλγορίθμων δημιουργούν νέους τρόπους αξιολόγησης των επενδύσεων. Έχουν περισσότερες ενημερωμένες πληροφορίες για τις εταιρείες από αυτές που διατίθενται στα διοικητικά τους συμβούλια. Μέχρι στιγμής, η άνοδος των υπολογιστών έχει «εκδημοκρατίσει» την χρηματοδότηση μειώνοντας το κόστος. Ένα τυπικό ETF χρεώνει 0,1% ετησίως, σε σύγκριση με ίσως 1% για ένα ενεργό fund. Μπορείτε να αγοράσετε ETF στο τηλέφωνό σας. Ένας συνεχιζόμενος πόλεμος τιμών σημαίνει ότι το κόστος των συναλλαγών έχει καταρρεύσει και ότι οι αγορές είναι εν γένει πιο ρευστές από ποτέ. [13]

Το περιοδικό Economist αναρωτιέται αν τα ETF αποτελούν απειλή για την οικονομική βιωσιμότητα. [14] «Οι υπολογιστές μπορούν να παραμορφώσουν τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, δεδομένου ότι πολλοί αλγόριθμοι στοχεύουν ταυτόχρονα σε τίτλους με δεδομένο χαρακτηριστικό, και στη συνέχεια ξαφνικά τους εγκαταλείπουν. Οι ρυθμιστές φοβούνται ότι η ρευστότητα θα εξατμιστεί καθώς οι αγορές πέφτουν. Δηλαδή, να ξεχνάμε ότι οι άνθρωποι είναι τέλεια ικανοί να προκαλέσουν ζημιά στους εαυτούς τους και ότι οι υπολογιστές μπορούν να βοηθήσουν στη διαχείριση των κινδύνων. Παρόλα αυτά, έχουν σημειωθεί μια σειρά από ‘αστραπιαία κραχ’ (flash crashes) και περίεργα συμβάντα, συμπεριλαμβανομένης της πτώσης της βρετανικής λίρας τον Οκτώβριο του 2016 και της πτώσης των τιμών του χρέους τον Δεκέμβριο του 2018. Αυτά τα περιστατικά θα μπορούσαν να γίνουν πιο σοβαρά και συχνά καθώς οι υπολογιστές γίνονται πιο ισχυροί.»

Η τρέχουσα κατάσταση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος

Τον Απρίλιο, το ΔΝΤ δημοσίευσε την πρώτη τριμηνιαία έκθεσή του, την Παγκόσμια Έκθεση Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας του 2020. Ο διευθυντής του Τμήματος Χρημάτων και Κεφαλαιαγορών δημοσίευσε τις κύριες γραμμές της έκθεσης του Ιουνίου στο blog του πριν από τη δημοσίευσή του. [15] Υπενθυμίζει ότι παρόλο που το χρηματοπιστωτικό σύστημα τράβηξε την προσοχή από το ευρύ κοινό μόνο στις αρχές Μαρτίου, η κατάσταση ήταν πολύ τεταμένη για εβδομάδες. Έτσι: «Στα μέσα Φεβρουαρίου, όταν οι επενδυτές άρχισαν να φοβούνται ότι η επιδημία θα μετατραπεί σε παγκόσμια πανδημία, οι τιμές των μετοχών μειώθηκαν απότομα από τα υπερβολικά επίπεδα που είχαν φθάσει. Στις πιστωτικές αγορές, τα πιστωτικά περιθώρια αυξήθηκαν, ιδιαίτερα σε επικίνδυνα τμήματα όπως η υψηλή απόδοση ομολό-γων, μοχλευμένα δάνεια και ιδιωτικό χρέος, η έκδοση των οποίων ουσιαστικά σταμάτησε. Οι τιμές του πετρελαίου μειώθηκαν λόγω της ασθενέστερης παγκόσμιας ζήτησης και της έλλειψης συμφωνίας μεταξύ των χωρών του OPEC+ για περικοπές παραγωγής, μειώνοντας περαιτέρω τη διάθεση για έκθεση σε κίνδυνο. Η αστάθεια στις αγορές οδήγησε σε μια πτώση στα ποιοτικά περιουσιακά στοιχεία και η απόδοση των ομολόγων όπου οι επενδυτές είχαν κατα-φύγει μειώθηκε απότομα.» [16]

Οι αναδυόμενες χώρες έχουν βιώσει τεράστια διαρροή κεφαλαίων.

Διάγραμμα 3: Αναδυόμενες χώρες: μια τεράστια διαρροή κεφαλαίου

Αυτό περιλάμβανε κυρίως πολύ ευάλωτες αφρικανικές χώρες, οι οποίες γνώρισαν τη μεγαλύτερη αντιστροφή των ροών επενδύσεων χαρτοφυλακίου που έχουν καταγραφεί ποτέ απ’ τις αναδυόμενες χώρες, τόσο σε δολάρια όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ τους. Η ταχύτητα με την οποία κινήθηκε το κερδοσκοπικό κεφάλαιο αντικατοπτρίζει τον φόβο των κερδοσκοπικών κεφαλαίων που αντιμετωπίζουν τη σημερινή κατάσταση.

Η FMI είναι ικανοποιημένη που «οι κεντρικές τράπεζες, στο σύνολό τους, κινητοποιήθηκαν για να αποτρέψουν την κρίση της υγείας να μετατραπεί σε χρηματοοικονομικό τυφώνα. Είτε μειώνοντας τα επιτόκια τους, επεκτείνοντας το πρόγραμμα αγοράς χρηματοοικονομικών πε-ριουσιακών στοιχείων, δημιουργώντας γραμμές ανταλλαγής νομισμάτων μεταξύ τους ή με τη χορήγηση πιστωτικών διευκολύνσεων και ρευστότητας». Η διάρθρωση που οι οικονομολόγοι του κυρίαρχου ρεύματος περιγράφουν με τον αντι–διαισθητικό όρο «ηθικός κίνδυνος», όταν μια οικονομική οντότητα (σε αυτή την περίπτωση μια τράπεζα ή ένα συνταξιοδοτικό ταμείο) παρακινείται να αυξήσει την έκθεσή της σε κίνδυνο, επειδή γνωρίζει ότι δεν θα αναλάβει όλα τα έξοδα, πάει πίσω στο δόγμα του «πολύ μεγάλο για να αποτύχει». Αυτό το δόγμα εφαρμό-στηκε για τη διάσωση της Εθνικής Τράπεζας του Ηπειρωτικού Ιλινόις το 1983 [17] και δεν σταμάτησε να επεκτείνεται από τότε, ενώ η τράπεζα Lehmann Brothers ήταν η μόνη εξαίρεση τον Σεπτέμβριο του 2008. Το ΔΝΤ αναγνωρίζει ότι το 2020 ο «ηθικός κίνδυνος» ήταν ευρέως διαδεδομένος και προειδοποίησε: «Η άνευ προηγουμένου χρήση μη συμβατικών εργαλείων έχει αναμφίβολα μετριάσει το πλήγμα για την παγκόσμια οικονομία από την πανδημία και μειώνει τον άμεσο κίνδυνο για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, τον επιδιωκόμενο στόχο του. Ωστόσο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να είναι σε εγρήγορση για ακούσιες συνέπειες, όπως η συνεχιζόμενη αύξηση των οικονομικών ευπαθειών σε ένα περιβάλλον εύκολων οικονομικών συνθηκών. Το γεγονός ότι αναμένεται συνεχής υποστήριξη από τις κεντρικές τράπεζες θα μπορούσε να μετατρέψει τις αποτιμήσεις των ήδη τεταμένων περιουσιακών στοιχείων σε τρωτά σημεία, ιδίως σε ένα πλαίσιο όπου τα χρηματοοικονομικά συστήματα και ο ιδιωτικός τομέας εξάντλησαν τα αποθέματά τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας.»

Οι κεντρικές τράπεζες έχουν βοηθήσει τις τράπεζες, τα συνταξιοδοτικά ταμεία και άλλους επενδυτές σε τέτοιο βαθμό που, από την πτώση στα τέλη Φεβρουαρίου, η τιμή των περιουσιακών στοιχείων κινδύνου ανέκαμψε, ξεκινώντας από την τιμή των μετοχών. Τα χρηματιστήρια βιώνουν μια άνευ προηγουμένου αποσύνδεση μεταξύ των εξελίξεων των τιμών και της πραγ-ματικότητας της οικονομικής δραστηριότητας, που χαρακτηρίζεται από την πτώση του ΑΕΠ και την ταχεία αύξηση της ανεργίας. Παρακολουθήστε την αύξηση των χρηματιστηριακών δεικτών των ΗΠΑ και την πτώση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, δύο δείκτες που έχουν ιστορικά εξελιχθεί μαζί, «που εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη βιωσιμότητα της ανάκαμψης, αν όχι για την ώθηση από την κεντρική τράπεζα». [18]

Διάγραμμα 4: ΗΠΑ – Tα χρηματιστήρια και η «κατάσταση εμπιστοσύνης» δεν είναι πλέον συγχρονισμένα.

Η αποσύνδεση μεταξύ της οικονομικής κατάστασης και του επιπέδου των μετοχών ισχύει για άλλες χώρες. Έτσι, στη Γαλλία, ενώ το ΑΕΠ έχει ήδη μειωθεί κατά 8% και η ανεργία έχει φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο από το 1996, με την καταστροφή 500.000 θέσεων εργασίας τον Μάιο, ο δείκτης του χρηματιστηρίου του Παρισιού CAC 40 ανέκαμψε από 3.755 μονάδες στις 18 Μαρτίου σε 5.198 μονάδες στις 6 Ιουνίου, ανάκαμψη 864 μονάδων σε σύγκριση με τις 20 Φεβρουαρίου.

Η μεταχείριση της κλιματικής αλλαγής από το ΔΝΤ

Υπάρχει ένα κεφάλαιο στην έκθεση του Απριλίου που δεν έχει καμία σχέση με την πανδημία. Αφιερώνεται στην αλλαγή του κλίματος. [19] Γραπτή κατόπιν αιτήματος του «Δικτύου για το ‘πρασίνισμα’ του χρηματοοικονομικού συστήματος» [20], δείχνει δραματικά την ανησυχία του ΔΝΤ για τους επενδυτές. Ως εκ τούτου, θα το παραθέσω εκτενώς. Το ΔΝΤ σημειώνει ότι, υπό το φως των «κλιματικών τάσεων, οι αρχές χρηματοπιστωτικής σταθερότητας φοβούνται ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν είναι διατεθειμένο να αντιμετωπίσει αυτή τη δυνητικά σημαντική αύξηση του φυσικού κινδύνου, καθώς και τον κίνδυνο μετάβασης λόγω πολιτικών, τεχνολογικών, νομικών και αγορών αλλαγές που θα συμβούν κατά τη μετάβαση σε οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα». Και για να συνεχίσουμε, «πρώτα απ’ όλα, ο κίνδυνος για το κλίμα μπορεί να μετατραπεί σε καταστροφή, αν συμβεί σε μια περιοχή όπου η έκθεση είναι μεγάλη και η ευπάθεια είναι υψηλή. Μια τέτοια καταστροφή επηρεάζει τα νοικοκυριά, τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και τον δημόσιο τομέα λόγω της απώλειας φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου, προκαλώντας έτσι οικονομική αναστάτωση που μπορεί να είναι σημαντική. Οι εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα εκτίθενται σε αυτά τα σοκ μέσω των δρα-στηριοτήτων αναδοχής (ασφαλιστές), των δανειοδοτικών δραστηριοτήτων τους (κυρίως των τραπεζών) και των χαρτοφυλακίων των επηρεαζόμενων τίτλων (όλες οι χρηματοοικονομικές εταιρείες).

Από την πλευρά τους, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα μπορούσαν επίσης να εκτεθούν σε λειτουργικούς κινδύνους (όπου οι δομές, τα συστήματα και το προσωπικό τους επηρεάζονται άμεσα από ένα συμβάν) ή σε κίνδυνο ρευστότητας (αν η καταστροφή προκαλέσει σημαντική απόσυρση καταθέσεων πελατών). Οι ασφαλιστές παίζουν ειδικό ρόλο στην απορρόφηση των κραδασμών. Η παροχή ασφάλισης συγκεντρώνει τον αντίκτυπο του σοκ στον ασφαλιστικό τομέα και μειώνει τον αντίκτυπο σε άλλους οικονομικούς παράγοντες. Οι κυβερνήσεις διαδραματίζουν γενικά έναν σημαντικό απορροφητικό ρόλο παρέχοντας ορισμένες μορφές α-σφάλισης, καθώς και βοήθεια από καταστροφές. Η πίεση στους κρατικούς ισολογισμούς μετά από μια καταστροφή θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο στην χρηματοπιστωτική σταθερότητα, δεδομένης της στενής σχέσης μεταξύ κυβερνήσεων και τραπεζών σε πολλές οικονομίες. (….) Οι καταστροφές μεγάλης κλίμακας θα μπορούσαν να εκθέσουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε κίνδυνο αγοράς, αν οδηγήσουν σε απότομη πτώση των τιμών των μετοχών λόγω της εκτεταμένης καταστροφής των περιουσιακών στοιχείων και της παραγωγικής ικανότητας των εταιρειών ή της πτώσης της ζήτησης για τα προϊόντα τους».

Αδυναμία «διακυβέρνησης» ενός μέρος του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και «μη συσχετισμένες» αγορές

Το άρθρο που δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο του ΔΝΤ κάνει την παραδοχή, εκπλήσσοντας με την ειλικρίνειά του, ενός «συστήματος διακυβέρνησης που εμπλέκεται στις αντιφάσεις του». Πράγματι, αν «οι τράπεζες είχαν επιβάλει μέσω της διεθνούς συμφωνίας που είναι γνωστή ως δείκτες ρευστότητας της Βασιλείας III, κεφαλαιακές απαιτήσεις και ακόμη και μια αρχή ελέγχου των μοχλευμένων δανείων τους, αυτό έχει μετακινήσει την αγορά μοχλευμένων δανείων στον μη ρυθμιζόμενο τομέα, έκανε CLOs (εξασφαλισμένες υποχρεώσεις δανείου) να ακμάζουν και αύξησε τον κύκλο εργασιών των εξαιρετικά κερδοσκοπικών επενδυτικών κεφαλαίων. Τα όρια του παράλληλου χρηματοπιστωτικού συστήματος (εκείνο της «σκιώδους τραπεζικής») είναι ακόμη πιο δύσκολο να εντοπιστούν σήμερα απ’ ό,τι το 2008.

Το Κεφάλαιο 2 της Παγκόσμιας Χρηματοοικονομικής Έκθεσης περιγράφει όσο μπορεί καλύτερα και «το οικονομικό οικοσύστημα των πιστωτικών αγορών υψηλού κινδύνου που δανείζουν σε εταιρείες όπου ο ρόλος των μη τραπεζικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων έχει αυξηθεί και το σύστημα έχει γίνει πιο περίπλοκο και αδιαφανές». Για να πάρετε μια γεύση της έκθεσης, εδώ είναι ο πρώτος υπότιτλος: «Η ταχεία ανάπτυξη της επικίνδυνης πίστωσης έχει αυξήσει τις κόκκινες σημαίες.» Οι πιθανές ευπάθειες περιλαμβάνουν «χαμηλότερη πιστωτική ποιότητα δανειολήπτη, πιο ευέλικτα πρότυπα αναδοχής, κινδύνους ρευστότητας σε επενδυτικά κεφάλαια και αυξημένη διασύνδεση». Αν οι τράπεζες έχουν γίνει πιο ασφαλείς, δεν γνωρίζουμε τους δεσμούς που διατηρούν οι θεσμικοί επενδυτές με τον τραπεζικό τομέα και θα μπορούσαν να του προκαλέσουν ζημίες σε περίπτωση διαταραχών της αγοράς. Οι κεντρικές τράπεζες έχουν «λίγα μέσα για την αντιμετώπιση των πιστωτικών κινδύνων και των κινδύνων ρευστότητας στις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές», ενώ «η τάση για κίνδυνο έχει εξαπλωθεί ακόμη και σε αναδυόμενες αγορές. Οι συνολικές εκροές χαρτοφυλακίου έχουν σταθεροποιηθεί και ορισμένες χώρες έχουν βιώσει και πάλι μέτριες εισροές».

Το συμπέρασμα ανήκει στο World Economic Outlook (WEO) που δημοσιεύθηκε στις αρχές Ιουλίου. Μπορούμε να διαβάσουμε ότι «σύμφωνα με νέες προβλέψεις, το παγκόσμιο ΑΕΠ θα πρέπει να έχει συρρικνωθεί κατά 4,9% το 2020, δηλαδή κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες περισσότερο απ’ ό,τι είχε προβλεφθεί τον Απρίλιο του 2020. Η πανδημία Covid-19 είχε μεγαλύτερο από το αναμενόμενο αρνητικό αντίκτυπο στην δραστηριότητα κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020 και η ανάκαμψη αναμένεται να είναι βραδύτερη από την αναμενόμενη. Το 2021, η παγκόσμια ανάπτυξη αναμένεται να φθάσει το 5,4%. Συνολικά, το ΑΕΠ του 2021 θα πρέπει επομένως να είναι περίπου 6,5% κάτω από το επίπεδο που προβλέπεται από τις προβλέψεις που θεσπίστηκαν τον Ιανουάριο του 2020, πριν από την πανδημία Covid-19. Ο αρνητικός αντίκτυπος στα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα είναι ιδιαίτερα σοβαρός και θα μπορούσε να υπονομεύσει τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειωθεί στη μείωση της ακραίας φτώχειας στον κόσμο από τη δεκαετία του 1990». Και για να φτάσουμε στο τελικό σημείο: «Η κλίμακα της πρόσφατης ανάκαμψης στις χρηματοπιστωτικές αγορές φαίνεται ότι δεν σχετίζεται με την εξέλιξη των οικονομικών προοπτικών, όπως φαίνεται στην επικαιροποίηση της Έκθεσης για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στον κόσμο (RFSW).» [21]

Παραπομπές – Υποσημειώσεις

[1] https://www.federalreserve.gov/monetarypolicy/2020-06-mpr-part2.htm.

[2] http://alencontre.org/economie/la-theorie-du-capital-de-placement-financier-et-les-points-du-systeme-financier-mondial-mondial-ou-se-prepare-la-c rise-a-venir.html.

[3] https://www.lesechos.fr/finance-marches/marches-financiers/les-banques-empruntent-1300-milliards-a-taux-negatifs-aupres-de-la-bce-1216239

[4] Κεφάλαιο, τόμ. III, Μέρος 5: Διάσπαση του Κέρδους σε Τόκο και σε Κέρδος της Επιχείρησης.

[5] Για μια εκτενέστερη παρουσίαση,  αναφέρομαιι στο άρθρο μου στις 26 Απριλίου 2019, στο http://alencontre.org/economie/la-theorie-du-capital-de-placement-financier-et-les-points-du-systeme-financier-mondial-ou-se-prepare-la-crise-a-venir.html.

[6] https://www.visualcapitalist.com/all-of-the-worlds-money-and-markets-in-one-visualization-2020/.

[7] http://www.capital.fr/economie-politique/taux-di nteret-les-dessous-d-une-baisse-a-haut-risque-1142877.

[8] Peter Hördahl , Jhuvesh Sobrun and Philip Turner, Low long-term interest rates as a global phenomenon, BIS Working paper n ° 574, August 2016.

[9] Αυτή η χρήση της προσφοράς και της ζήτησης είναι νομιμοποιημένη θεωρητικά. Στον 3ο τόμο του Κεφαλαίου (ό.π.), ο Μαρξ γράφει ότι: “Έχουμε δει ότι το τοκοφόρο κεφάλαιο, αν και είναι μια κατηγορία που διαφέρει απόλυτα από ένα εμπόρευμα, γίνεται ένα sui generis (ιδιότυπο) εμπόρευμα, έτσι ώστε ο τόκος γίνεται η τιμή του, καθοριζόμενη πάντα από την προσφορά και τη ζήτηση, όπως η τιμή αγοράς ενός συνηθισμένου εμπορεύματος. Το επιτόκιο στην αγορά, ενώ κυμαίνεται συνεχώς, εμφανίζεται επομένως σε κάθε δεδομένη στιγμή σταθερό και ομοιόμορφο ως η τιμή αγοράς ενός εμπορεύματος που επικρατεί σε καθε ατομική περίπτωση (…) Το γενικό ποσοστό του κέρδους, επομένως, προκύπτει στην πραγματικότητα από αιτίας πολύ διαφορετικές και πολύ πιο περίπλοκες από το αγοραίο επιτόκιο, το οποίο ευθέως και άμεσα καθορίζεται από την αναλογία προσφοράς και ζήτησης.” Τα επιτόκια μπορούν μόνο να πέφτουν. [δηλ. στις σημερινές συνθήκες]

[10] https://en.wikipedia.org/wiki/High-frequency_tradingMay_6,_2010_Flash_Crash.

[11] https://sevenpillarsinstitute.org/high-frequency-trading-1-empirical-assessment/ March 13, 2020.

[12] https://www.economist.com/leaders/2019/10/03/the-rise-of-the-financial-machines.

[13] See https://investorjunkie.com/41363/robo-advisors-vs-financial-advisors/ and the list of best rated: https://www.investopedia.com/best-robo-advisors-4693125

[14] https://www.economist.com/leaders/2019/10/03/the-rise-of-the-financial-machines.

[15] https://blogs.imf.org/2020/06/25/financial-conditions-have-eased-but-insolvencies-loom-large/.

[16] Executive summary https://www.imf.org/en/Publications/GFSR/Issues/2020/04/14/global-financial-stability-report-april-2020.

[17] https://en.wikipedia.org/wiki/Too_big_to_fail#Moral_hazard.

[18] https://blogs.imf.org/2020/06/25/financial-conditions-have-eased-but-insolvencies-loom-large/.

[19] https://www.imf.org/en/Publications/GFSR/Issues/2020/04/14/global-financial-stability-report-april-2020 , chapter 5.

[20] Το Δίκτυο για το Πρασίνισμα του Χρηματοοικονομικού Συστήματος είναι μια ομάδα κεντρικών τραπεζών και ελεγκτικών αρχών. Συμβουλευόμενος κανείς το διαδίκτυο, διαπιστώσει ότι η Μπούντεσμπανκ και η Τράπεζα της Γαλλίας το παρουσιάζουν με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο. Για την πρώτη, η ομάδα έχει εκφράσει ανησυχία ότι το χρηματοοικονομικό ρίσκο που συνδέεται με την κλιματική αλλαγή δεν αντανακλάται πλήρως στην εκτίμηση των διάφορων περιουσιακών στοιχείων – και έτσι έχει καλέσει για την ενσωμάτωση αυτού του ρίσκου στην παρακολούθηση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας (https://www.bundesbank.de/Bundesbank/green-finance/network-for- greening -the- financial system-808978).

Για τη δεύτερη, ο στόχος της ομάδας είναι να βοηθήσει να δυναμώσει η παγκόσμια απόκριση που είναι απαραίτητη για να επιτευχθούν οι στόχοι της Συμφωνίας του Παρισιού (για το κλίμα) και να δυναμώσει ο ρόλος του χρηματοοικονομικού συστήματος στη διαχείριση κινδύνων και στην κινητοποίηση κεφαλαίων για “πράσινες επενδύσεις” και για μείωση των εκπομπών άνθρακα μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο μιας “οικολογικά βιώσιμης” ανάπτυξης. (https://www.banque-france.fr/en/financial-stability/international-role/network-greening-financial-system).

[21] https://www.imf.org/en/Publications/WEO/Issues/2020/06/24/WEOUpdateJune2020?utm_medium=email&utm_source=govdelivery