Οικονομική κρίση μόνο εξαιτίας της πανδημίας του κορoνοϊού; (του Jakob Schäfer)

Οικονομική κρίση μόνο εξαιτίας της πανδημίας του κορoνοϊού;

6 Απριλίου 2020  – μετάφραση από το internationalviewpoint.org

Με την έναρξη μιας οικονομικής κρίσης που έχει αναγνωριστεί παγκοσμίως από τα τέλη Μαρτίου, προκύπτουν δύο βασικά ερωτήματα: Σε ποιο βαθμό είναι η πανδημία του κορονοϊού το σημείο εκκίνησης (ή ακόμη και η αιτία) αυτής της κρίσης; Και δεύτερον: Μπορούν τα προγράμματα βοήθειας που εγκρίθηκαν να αποτρέψουν μια βαθιά και παρατεταμένη ύφεση;

Παρόλο που υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την οικονομική ανάπτυξη εδώ και μήνες (τουλάχιστον από τα μέσα του 2019), ακόμη και σήμερα (τέλος Μαρτίου / αρχές Απριλίου 2020) διάφοροι οικονομολόγοι –και ακόμα περισσότερο τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης– εξακολουθούν να προσπαθούν να διατηρήσουν τον μύθο του «μαύρου κύκνου». Σύμφωνα με αυτούς, οφείλεται στο «μη οικονομικό» και προπάντων «απρόβλεπτο» γεγονός της κρίσης του κορονοϊού ότι η παγκόσμια οικονομία «διολισθαίνει» στην ύφεση.

Πριν πάμε στα αίτια της τρέχουσας κρίσης, ας δούμε πρώτα κάποια στοιχεία της εξέλιξης της  ανάπτυξης που ήταν εκτεθειμένη στην κρίση ήδη από το 2018–19.

Στις 5 Ιουλίου 2019, η γερμανική επιχειρηματική εφημερίδα Finanzmarktwelt έγραψε: «Εισερχόμενες παραγγελίες για τη γερμανική βιομηχανία: καταστροφική ύφεση!» Ωστόσο, αυτή η εξέλιξη στις είχε ξεκινήσει ήδη στις αρχές του 2018. Υπήρχε μόνο ένα μικρό διάλειμμα τον Ιανουάριο του 2020, αλλά μόνο σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, δηλαδή τον Δεκέμβριο του 2019, ο οποίος είχε πολύ κακή απόδοση στο –2,08% σε σύγκριση σε σύγκριση με τον Νοέμβριο 2019.

Οι εισερχόμενες παραγγελίες ήταν ο προάγγελος μιας τάσης που συνεχίστηκε καθόλη τη διάρκεια του 2019 στη Γερμανία και στις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης – αλλά και σε μεγάλα τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας. Η πραγματική ανάπτυξη συνέχισε να μειώνεται και, σε ορισμένες περιπτώσεις, υποχώρησε σε ύφεση. Ωστόσο, μια καπιταλιστική οικονομία χρειάζεται οικονομική ανάπτυξη τουλάχιστον 2–3% για να λειτουργήσει «κανονικά» (δηλ. να διατηρήσει το μέσο ποσοστό κέρδους και να αποφύγει τις αυξημένες πτωχεύσεις). Το 2019, η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη ήταν ήδη πολύ κοντά στο 2,5%, που το ΔΝΤ ονομάζει «ταχύτητα σταματήματος», δηλ. ο ελάχιστος ρυθμός ανάπτυξης που εμποδίζει μια συντριβή.

Αλλού έγραψα: «Η κρίση ξεκίνησε το 2018–19. Σε διεθνές επίπεδο, η αρχή μιας ανάπτυξης που μοιάζει περισσότερο με ύφεση ξεκινά από το 2017 (υπογράμμιση του μεταφραστή), η οποία ήταν, παρεμπιπτόντως, ένας από τους αποφασιστικούς παράγοντες στον εμπορικό πόλεμο, που εξαπολύθηκε κυρίως από την αμερικανική κυβέρνηση («πρώτα η Αμερική»). Αυτή η εκτεθειμένη στην κρίση ανάπτυξη έπειτα εξαπλώθηκε σε μεγάλα τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας το 2018 και ιδιαίτερα το 2019. Υπήρξε απότομη πτώση της αύξησης του ΑΕΠ, ιδιαίτερα στην Κίνα, αλλά και σε Ιαπωνία, Γαλλία , Γερμανία κ.λπ. Για παράδειγμα, η παραγωγή αυτοκινήτων στη Γερμανία υποχώρησε κατά 14% από τον Οκτώβριο του 2018 έως τον Οκτώβριο του 2019 (Financial Times, 6–7 Δεκεμβρίου 2019.) Το τελευταίο τρίμηνο του 2019 μόνο, οι πωλήσεις στον τομέα της μηχανολογίας και των εργοστασίων της Γερμανίας μειώθηκαν κατά 4,4%».

Στη συνολική οικονομία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η παραγωγή ενδιάμεσων αγαθών και οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 3,6% από τον Οκτώβριο του 2018 έως τον Οκτώβριο του 2019. (Μόνο από τον Σεπτέμβριο του 2019 έως τον Οκτώβριο του 2019, η συνολική παραγωγή μειώθηκε κατά 1,7%). Και δεν σταμάτησε εκεί: ακόμη και πριν εμφανιστεί η έκταση της κρίσης του κορονοϊού στην Ιταλία, ο δείκτης PMI (Purchasing Managers Ιndex – η συλλογή δεδομένων ολοκληρώθηκε πριν από τις 21 Φεβρουαρίου 2020) στην Ιταλία μειώθηκε κατά 0,2, φτάνοντας στο 48,7 (οτιδήποτε κάτω του 50 είναι σαφές σημάδι κρίσης). Στη Γαλλία, ο δείκτης μειώθηκε επίσης κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, κατά 1,3 μονάδες σε 49,8, και ακόμη χειρότερα στη Νότια Αφρική, όπου ο δείκτης μειώθηκε από 45,2 σε 44,3 μονάδες μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου, σημειώνοντας την έβδομη συνεχόμενη πτώση.

Αυτή η συνολική τάση συνεχίστηκε αμετάβλητη στις αρχές του 2020 (ακόμη και πριν από την «κρίση του κορονοϊού»). Τον Ιανουάριο του 2020, οι εξαγωγές στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μειώθηκαν κατά 2,1% σε ετήσια βάση, οι εισαγωγές κατά 1,8%. Το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο (IIF, το ερευνητικό ινστιτούτο των μεγάλων διεθνών τραπεζών) προβλέπει μείωση της οικονομικής παραγωγής κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020 σχεδόν κατά 10% στις ΗΠΑ, σχεδόν 15% στην Ευρώπη και 2,8% στην Ιαπωνία. Μετά από αυτό, η οικονομία θα ανέκαμπτε. Ωστόσο, το Ινστιτούτο δεν παρέχει πραγματικά στοιχεία που να στηρίζουν την τολμηρή πρόβλεψη για το δεύτερο εξάμηνο του έτους.

Ο βαθμός στον οποίο εξακολουθούν να υστερούν στις εκτιμήσεις τους οι διεθνείς οργανισμοί ακόμη και μετά την προφανή εκδήλωση της κρίσης, αποδεικνύεται από μια ανάλυση του IIF στις 23 Μαρτίου 2020. Αλλά ακόμη και η Statista (γερμανική στατιστική υπηρεσία) ακόμα έδινε μια μάλλον ρόδινη εικόνα (τουλάχιστον μέχρι τις 20 Μαρτίου) και έκανε προβλέψεις για ένα παγκόσμιο ΑΕΠ ύψους 90,52 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για το 2020. Ένας ρυθμός ανάπτυξης στο 4,5% για φέτος (το 2019 το παγκόσμιο ΑΕΠ ήταν μόνο 86,6 τρισεκατομμύρια) είναι εντελώς απατηλή σκέψη.

Οι προβλέψεις συνεχώς ξεπερνιούνται. Στις 12/3, η Finanznet έγραψε: «Ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος ifo έπεσε στις 86,1 μονάδες (Φεβρουάριος: 96,0), όπως ανακοίνωσε το ινστιτούτο ifo στη δεύτερη δημοσίευσή του. Αυτό ήταν το χαμηλότερο επίπεδο από τον Ιούλιο του 2009, όταν οι οικονομολόγοι που ερευνούσαν για το περιοδικό Dow Jones Newswires είχαν κάνει πρόβλεψη στις 87,4 μονάδες.»

Δεν είναι ακόμη δυνατό να εκτιμηθεί πόσο μεγάλες θα είναι πράγματι οι μειώσεις. Τα τεράστια προγράμματα βοήθειας που έχουν ξεκινήσει τώρα, θα μετριάσουν ορισμένα από τα αποτελέσματα, αλλά μόνο προσωρινά. Υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το αν η οικονομική δραστηριότητα θα ανακάμψει από τα μέσα της χρονιάς. Υπάρχουν βαθύτερα αίτια για αυτό, τα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται στους υπολογισμούς του IIF, διότι το Ινστιτούτο επιθυμεί επίσης να ακολουθήσει πολιτική με θετικές προβλέψεις, κυρίως για να υποστηρίξει τις τιμές των τραπεζικών μετοχών.

Η πανδημία του κορoνοϊού ως πυροδότης της συντριβής

Ο Yves Lamoureux, πρόεδρος της εταιρείας μακροοικονομικής έρευνας Lamoureux & Co. είχε προειδοποιήσει, μήνες πριν, για υπερβολική αισιοδοξία για τις μετοχές. Ο εμπειρογνώμονας είχε ήδη αρχίσει να μιλάει γι’ αυτό που ονομάζεται «παγκόσμια οικονομική κρίση 2.0» από τον Οκτώβριο του 2019. Ο ίδιος είχε ήδη αρχίσει να πουλάει τις περισσότερες μετοχές του το Δεκέμβριο, πριν ο μεγάλος πανικός του κορονοϊού πλήξει τις αγορές. «Νομίζω ότι μετά από 10 χρόνια όπου η αγορά ζει με στεροειδή, σίγουρα βρίσκεται σε πολύ εύθραυστο σημείο. Έψαχνα κάτι που θα μπορούσε να πάψει την απληστία των αγορών. Ο ιός ήταν η βελόνα που έσκασε την φούσκα», λέει.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πανδημία του κορονοϊού έχει ματαιώσει τα λόγια των αρνητών της εμφάνισης μιας κρίσης, μιας και αυτή φαίνεται πλέον ανοιχτά. Είναι ήδη σαφές σήμερα ότι οι περιορισμοί στην παραγωγή, που προκλήθηκαν από την πανδημία, συμβάλλουν στη σημαντική επιδείνωση της κρίσης. Ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας αναμένει ότι η κρίση θα οδηγήσει σε απώλεια έως και 25 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας φέτος. Αλλά ακόμη και αυτό εξακολουθεί να είναι μια πολύ συντηρητική εκτίμηση.

Η νευρικότητα των επενδυτών στο μεταξύ φαίνεται από την εξέλιξη του VIX, δηλαδή την έκταση των διακυμάνσεων των τιμών στα χρηματιστήρια. Η διακύμανση/ευθραυστότητα (volatility) του S&P 500 (όπως ονομάζεται επίσημα το VIX) σημείωσε άνοδο στις αρχές Μαρτίου (82,69), αλλά ακόμη πιο σημαντική από τη νευρικότητα που εκφράζεται στην τεράστια αύξηση των αγορών και πωλήσεων μετοχών, είναι η επιμονή αυτής της αβεβαιότητας . Αυτό έρχεται σε αντίθεση με όλες τις θεωρίες συνωμοσίας, που απέδιδαν αυτές τις διακυμάνσεις μόνο στη στοχευμένη παρέμβαση μεγάλων θεσμικών επενδυτών με σκοπό τη χειραγώγηση των μετοχών. Και ακόμη ένα αποδεικτικό στοιχείο: από τα τέλη Φεβρουαρίου, πραγματοποιήθηκε εμφανής επαναπατρισμός περιουσιακών στοιχείων στις χώρες καταγωγής των ιδιοκτητών των χρεογράφων. Μόνο τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2020, 55 δισεκατομμύρια δολάρια αποσύρθηκαν από τις αναδυόμενες αγορές με αυτόν τον τρόπο, διπλάσιο από το ποσό που επιστράφηκε στις ΗΠΑ κατά την κρίση του 2008/09 (ο Adam Tooze ανέπτυξε επίσης αυτό το θέμα).

Η καπιταλιστική οικονομία κινείται σε κύματα. Με άλλα λόγια, ακολουθεί μια κυκλική κίνηση της ζήτησης για αγαθά, τόκους και εμπορική πίστωση. Υπάρχουν τακτικά φάσεις ηρεμίας, αναβίωσης, ευημερίας, υπερπαραγωγής, συντριβής, παρακμής, στασιμότητας, αναβίωσης …

Ο λόγος: Είναι στη φύση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, λόγω της έλλειψης συνολικού κοινωνικού σχεδιασμού –η αρχή του ανταγωνισμού καθαυτή δεν το επιτρέπει αυτό–, οι παραγωγικές δυναμικότητες που αυξάνονται κατά λίγο πολύ τακτικά διαστήματα, δεν μπορούν να  χρησιμοποιούνται πλέον σε ικανοποιητικό βαθμό από την κοινωνία στο σύνολό της. Οι κρίσεις της υπερπαραγωγής είναι επομένως κατά κύριο λόγο κρίσεις αξιοποίησης κεφαλαίου. Οι επενδύσεις σε εγκαταστάσεις και εξοπλισμό δεν μπορούν πλέον να χρησιμοποιηθούν κερδοφόρα και πρέπει να διαγραφούν –τουλάχιστον εν μέρει–, κάτι που γενικά οδηγεί σε απότομη αύξηση της διαρθρωτικής ανεργίας, που υπάρχει ούτως ή άλλως.

Για αρκετό διάστημα, οι κρίσεις γίνονται βαθύτερες από ό,τι συνέβαινε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Το φόντο: Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, η απόδοση του κεφαλαίου μειώθηκε σημαντικά και ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί μόνο μια μικρή άνοδος για δύο δεκαετίες κι αυτό ως μέρος της εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών – κυρίως σε βάρος του βιοτικού επιπέδου της πλειονότητας του πληθυσμού που εξαρτάται από τους μισθούς. Όμως, τα γιατροσόφια της μείωσης των μισθών και της επισφάλειας της εργασίας (precarization) για την αποκατάσταση των κερδών έχουν φτάσει από τότε στα όριά τους. Στη συνέχεια, η πρώτη μεγάλη πτώση ήρθε με την έκρηξη της λεγόμενης φoύσκας του Dot.com (από το 2001 και μετά – σημείωση του μεφραστή: πρόκειται για τη φούσκα της λεγόμενης «νέας οικονομίας»): η κατάσταση ήταν ακόμη πιο δραματική κατά τη διάρκεια της κρίσης που ξεκίνησε το 2007 και οδήγησε το 2008–09 στη μεγαλύτερη παγκόσμια ύφεση από τις αρχές της δεκαετίας του 1930.

Οι συνθήκες για την αξιοποίηση του κεφαλαίου δεν έχουν βελτιωθεί έκτοτε, όπως προκύπτει από πολλά βασικά στοιχεία. Στις μητροπολιτικές περιοχές, το βιομηχανικό ποσοστό κέρδους (η «καθαρή απόδοση κεφαλαίου», που είναι η βάση για όλα τα άλλα ποσοστά κέρδους) μειώθηκε σχεδόν στο 12% στις δεκαετίες του 1980 και 1990 και κινείται προς το 10% και πιο χαμηλά για χρόνια. Σχετικά με αυτό, είναι ο παράγοντας που από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο δείκτης των καθαρών επενδύσεων κεφαλαίου προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) μειώνεται. Από την αρχή αυτής της χιλιετίας, η μέση ηλικία των βιομηχανικών παγίων στοιχείων του ενεργητικού στη Γερμανία (εξαιρουμένων των εκτάσεων γης) είναι μεταξύ 8 και 15 ετών, ανάλογα με τον τομέα. Στις ΗΠΑ είναι τώρα 15 έως 20 χρόνια, σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη περισσότερο. Σε σημαντικό βαθμό, αυτά τα χαμηλά ποσοστά επενδύσεων σχετίζονται επίσης με τη σημαντική μείωση των κρατικών επενδύσεων.

Το 2009, μετά την κρίση που ξεκίνησε το 2007 και ξέσπασε ανοιχτά το 2008, οι συνέπειες της κρίσης μετριάστηκαν σε πολλές χώρες (ειδικά στη Γερμανία) μέσω προγραμμάτων κρατικής βοήθειας. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, η κεντρική τράπεζα έπρεπε να παρέμβει με τεράστιες χρηματοοικονομικές ενέσεις για να αποτρέψει την κατάρρευση του συστήματος. Λόγω μόνο της κρίσης 2008–09, υπάρχουν ακόμη περισσότερα από 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια σε επισφαλή δάνεια στο αποθεματικό της.

Ωστόσο, ένα αποτέλεσμα των μέτρων κρατικής ενίσχυσης ήταν ότι μία από τις  συνέπειες μιας κρίσης –δηλαδή η προσαρμογή του κεφαλαίου (καταστροφή κεφαλαίου)– εξαλείφθηκε σε μεγάλο βαθμό με την επιστροφή του χρέους στους εθνικούς προϋπολογισμούς. Από τότε, ωστόσο, αυτό άσκησε πίεση στην ικανότητα των περισσότερων κρατών να ενεργούν. Κατά την αντίληψη του ευρύτερου κοινού, η κρίση που έχει έρθει στο φως θεωρήθηκε ως το τέλος ενός μακρού μπουμ. Αυτό που γενικά παραβλέπεται είναι ότι είχαμε ήδη κάμψη το 2015–16 (υπογράμμιση του μεταφραστή), ακόμα κι αν δεν είχε τόσο μεγάλο αντίκτυπο στη Γερμανία.

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της τρέχουσας κρίσης

Η συγκεκριμένη πορεία της κρίσης τις τελευταίες εβδομάδες υποδηλώνει ότι δεν θα είναι βραχύβια, επειδή έχει ένα ειδικό χαρακτηριστικό που τη διακρίνει σαφώς από σχεδόν όλες τις άλλες κρίσεις. Αυτή τη φορά, η υπερπαραγωγή δεν είναι η αιτία που επισκιάζει τα πάντα. Αντίθετα, έχουμε δύο παράγοντες που λειτουργούν ως «πένσα».

Από τη μία πλευρά, στα χρόνια από το 2018, είχε αναπτυχθεί μια κρίση υπερπαραγωγής, η οποία τώρα έχει τεράστιες αναλογίες, ειδικά στον τομέα του χάλυβα και ακόμη περισσότερο στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας. Στην αυτοκινητοβιομηχανία, ο κορεσμός σημαντικών αγορών πωλήσεων συνδυάζεται με τεχνικές δυσκολίες μετατροπής λόγω πολιτικών απαιτήσεων. (Για παράδειγμα, υπάρχει έλλειψη σταθμών φόρτισης και, πάνω απ’ όλα, επαρκούς «καθαρής» παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας για να καταστεί δυνατή η μετάβαση σε ηλεκτρικά αυτοκίνητα, η οποία διακηρύσσεται εσφαλμένα ως μια συμβολή στην πάλη ενάντια στην κλιματική αλλαγή).

Από την άλλη πλευρά, η προσφορά θα βρίσκεται σε έλλειψη σε πολλά μέρη για το προβλέψιμο μέλλον, επειδή σημαντικές αλυσίδες εφοδιασμού έχουν διακόψει τη λειτουργία τους ή θα την διακόψουν για πολύ καιρό λόγω περιορισμών στην παραγωγή. Αυτή η πτώση ήρθε ξαφνικά, επηρεάζοντας ταυτόχρονα τους περισσότερους τομείς και σε όλο τον κόσμο! Ο Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ φοβάται ότι το ποσοστό ανεργίας θα αυξηθεί στο 20% μέσα σε λίγους μήνες. Ο Stanley Morgan προβλέπει (από τις 23/3) μείωση 14% του ΑΕΠ των ΗΠΑ μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου, και η Goldman Sachs εκτιμά τη μείωση στο 24%. Ορισμένοι οικονομολόγοι αναμένουν μείωση 5% για τη Γερμανία (αν και αυτό εξακολουθεί να είναι αισιόδοξη εκτίμηση) και 10% για το Ηνωμένο Βασίλειο.

«Ποτέ πριν στον κόσμο δεν υπήρξε τόσο συγχρονισμένη οικονομική αδράνεια» (Maurice Obstfeld, Chief Economist 2015–18 στο ΔΝΤ). Ο Mohamed A. El–Erian, επικεφαλής οικονομολόγος της Allianz, δεν φοβάται τίποτε άλλο παρά μια ταυτόχρονη χρεοκοπία (λόγω υπερχρέωσης) πολλών μεγάλων τραπεζών και βιομηχανικών εταιρειών.

Πού βρισκόμαστε σήμερα στην παγκόσμια οικονομική κρίση;

Αυτή τη φορά, η Κίνα δεν μπορεί να αντισταθμίσει την κατάρρευση αγορών που έχει συμβεί σιτς άλλες χώρες. Όπως ήδη εξήγησε ο Winfried Wolf στο τεύχος 47 του Lunapark21 του φθινοπώρου 2019, «η Κίνα δεν θα κρίνει αυτή τη φορά». Η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας είχε ήδη αποδυναμωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Να προσθέσουμε εδώ και τα προβλήματα  στην

αυτοκινητοβιομηχανία, τα οποία έχουν αναπτυχθεί τρομακτικά τα τελευταία δύο χρόνια, και τώρα επίσης η κατάρρευση της παραγωγής με την κρίση του κορονοϊού από τις αρχές Φεβρουαρίου 2020 το αργότερο. Το IIF προβλέπει οικονομική ανάπτυξη μόνο 3,5% για την Κίνα, η οποία θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 5 ως 6%, λόγω της ειδικής δομής των βιομηχανικών δυνατοτήτων που έχουν δημιουργηθεί εκεί (ως «πάγκος εργασίας» της παγκόσμιας οικονομίας).

Η κινεζική οικονομία κινδυνεύει επιπλέον για δύο λόγους, πρώτον λόγω της ακόμα σημαντικής φούσκας ακινήτων και, δεύτερον, λόγω του τεράστιου μεγέθους των σκιώδων τραπεζών, οι οποίες το 2018 είχαν εκτιμώμενο συνολικό ισολογισμό 8 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Ο αποφασιστικός παράγοντας, ωστόσο, είναι και παραμένει η κατάρρευση της παραγωγής υλικών προϊόντων και η ακραία της αλληλεξάρτηση με την παγκόσμια οικονομία. Επιπλέον: στη Γαλλία –και σε μικρότερο βαθμό στη Γερμανία– έχει αναπτυχθεί μια φούσκα ακινήτων, που θα μπορούσε να γίνει ένας σημαντικός επιταχυντής αν η ύφεση παραμείνει.

Σύμφωνα με τον ΠΟΕ, η βιομηχανική παραγωγή στην Κίνα μειώθηκε κατά 30% το Φεβρουάριο του 2020 (διπλάσια από το 2008–09). Μεγάλα τμήματα των διεθνών αλυσίδων αξίας δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς μαζική παραγωγή στην Κίνα σήμερα, ιδίως στον τομέα της τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνιών (βλ. το κείμενο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου “Global Value Chain (GVC) Development Report”). Εδώ και μερικά χρόνια (ακόμη και πριν από το ξέσπασμα των ανοιχτών εμπορικών πολέμων) η σημασία των διεθνών αλυσίδων αξίας (GVC) έχει μειωθεί κάπως (το παγκόσμιο εμπόριο αναπτύσσεται λιγότερο γρήγορα από το παγκόσμιο ΑΕΠ), αλλά η σημασία τους είναι εξαιρετική, ειδικά για την Γερμανία. Το 9,4% των γερμανικών εισαγωγών προέρχονται από την Κίνα. Η Γερμανία εξαρτάται εξαιρετικά από τις εξαγωγές: το 47% του γερμανικού ΑΕΠ πηγαίνει στις εξαγωγές, ενώ το 41% πηγαίνει στις εισαγωγές.

Ο πόλεμος για την τιμή του πετρελαίου ενέχει περαιτέρω κινδύνους

Κανονικά, η πτώση της τιμής του πετρελαίου έχει μια θετική επίδραση σε μια αποδυναμωμένη παγκόσμια οικονομία. Ωστόσο, εντωμεταξύ η κρίση έχει προχωρήσει και η τιμή του πετρελαίου είναι τόσο χαμηλή, σε σημείο όπου η πτώση της τιμής του πετρελαίου σε επίπεδο 30 δολάρια το βαρέλι (και μερικές φορές ακόμη χαμηλότερη) να προκαλεί μεγάλη πίεση σε ορισμένες οικονομίες. Μιλώντας μόνο για την αμερικανική βιομηχανία που παράγει πετρέλαιο με υδραυλική ρωγμάτωση (fracturing), όπου επενδύονται περισσότερα από 230 δισεκατομμύρια δολάρια, μπορεί να επιβιώσει για λίγους μήνες μόνο. Θα είναι χειρότερα για χώρες όπως το Μεξικό και η Βραζιλία, αλλά και για τη Ρωσία (της οποίας ο προϋπολογισμός βασίζεται σε μια τιμή πετρελαίου που μόνιμα δεν είναι κάτω από 35 δολάρια το βαρέλη) ή τη Σαουδική Αραβία. Η τελευταία έχει το χαμηλότερο κόστος παραγωγής, αλλά στοχεύει σε μια τιμή πάνω από 80 δολάρια το βαρέλι για την ανοικοδόμηση της οικονομίας της. Η Ρωσία δεν ήθελε να συμφωνήσει σε μείωση της ποσόστωσης παραγωγής (ή δεν μπόρεσε να το πράξει λόγω του κόστους του Συριακού πολέμου), επομένως δεν υπήρξε συμβιβασμός μεταξύ ΟΠΕΚ και Ρωσίας.

Εντω μεταξύ, λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η ζήτηση έχει μειωθεί τόσο πολύ που ακόμη και η μείωση των ποσοστώσεων παραγωγής, που υπήρχε ως στόχος πριν από λίγους μήνες, δεν είναι πλέον ούτε κι αυτή χρήσιμη. Τώρα οι τιμές βρίσκονται στο κατώτατο σημείο και η παραγωγή βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο για δεκαετίες. Η μάχη της έκπτωσης που ανακοίνωσε η Σαουδική Αραβία στις 7 Μαρτίου με 20% μείωση της τιμής του πετρελαίου για παραδόσεις σε Ασία, Ευρώπη και ΗΠΑ, συνέβαλε επίσης σε αυτό.

Παρομοίως καταστροφική είναι η εξέλιξη άλλων τιμών των βασικών προϊόντων (ιδίως της ενέργειας, των μεταλλευμάτων και των τροφίμων), που θα πλήξουν τις χώρες της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής ιδιαίτερα σκληρά, καθώς η ανάκαμψη τις επόμενες εβδομάδες είναι εντελώς απίθανη. Και πάνω από όλα αυτά, οι πλούσιοι σε αυτές τις χώρες βγάζουν όλο και περισσότερο χρήματα στο εξωτερικό.

Χρηματοοικονομικός τομέας και περιπετειώδεις αναλογίες τιμών–κερδών

Η αυταπάτη που αφορά το τζογάρισμα στην άνοδο των χρηματιστηριακών αξιών ώθησε πολλές εταιρείες να αγοράσουν ξανά τις δικές τους μετοχές στο χρηματιστήριο, γεγονός που ενίσχυσε περαιτέρω τις χρηματιστηριακές αξίες. Οι αμερικανικές εταιρείες που είναι εισηγμένες στον Δείκτη S&P 500, για παράδειγμα, ξόδεψαν τουλάχιστον 5,1 τρισεκατομμύρια δολάρια για να εξαγοράσουν τις μετοχές τους μεταξύ 2010 και 2019. Μόνο στον τραπεζικό τομέα, εξαγοράστηκαν μετοχές αξίας 863,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων μεταξύ 2017 και 2019. Οι πιο ωφελημένοι από αυτές τις ενέργειες είναι οι κύριοι μέτοχοι, ιδίως των τραπεζών.

Τα μειωμένα επιτόκια έχουν παρακινήσει πολλές εταιρείες να αυξήσουν κι άλλο τα χρέη τους με τέτοιους ελιγμούς. Ταυτόχρονα, τα επενδυτικά funds έχουν επίσης δημιουργήσει κι άλλο χρέος για να αγοράσουν περισσότερες (βιομηχανικές) εταιρείες.

Και οι δύο μαζί συνέβαλαν σημαντικά στο γεγονός ότι σε έναν αυξανόμενο αριθμό περιπτώσεων οι δείκτες τιμής–κέρδους (η αναλογία P/E ) δεν αντικατοπτρίζουν πλέον τις πραγματικές αξίες της εταιρείας. Έτσι, αναπτύχθηκε μια φούσκα στα χρηματιστήρια που αργά ή γρήγορα έπρεπε να σκάσει. Με άλλα λόγια: αυτή η εξέλιξη των αξιών των μετοχών δεν αποτελεί έκφραση των οικονομικών εξελίξεων (δηλαδή μαζικά αυξανόμενα κέρδη), αλλά βασίζεται σε βραχυπρόθεσμες αρπαχτές.

Χρέος

Στο τέλος του 2019, το συνολικό χρέος κρατών και επιχειρήσεων ανήλθε σε 253 τρισεκατομμύρια (!) δολάρια, που αντιστοιχεί στο 322% του παγκόσμιου ΑΕΠ! Για να πάρουμε ένα μόνο παράδειγμα: Αν σ’ αυτή την κρίση μόνο οι μισές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες όπως το 2009, διακυβεύονται χρέη έως και 19 τρισεκατομμύρια δολάρια. Συγκριτικά, αυτό είναι περισσότερο από το συνολικό ΑΕΠ της ΕΕ το 2019 (που ήταν 17,17 τρισεκατομμύρια δολάρια συμπεριλαμβανομένης και της Βρετανίας).

Λαμβάνοντας υπόψη το βάθος της κρίσης, τα κράτη (και οι κεντρικές τράπεζες, στο βαθμό που μπορούν ακόμα να διαδραματίσουν αποτελεσματικό ρόλο εδώ) δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ακολουθήσουν το αξίωμα του Μάριο Ντράγκι στο αποκορύφωμα της κρίσης του ευρώ τον Ιούλιο του 2012 («Ό,τι χρειάζεται» – “Whatever it takes”), δηλαδή να προχωρήσουν σε ό,τι μπορούν, εντελώς ανεξάρτητα από τις οδηγίες του Μάαστριχτ ή του περιορισμούς για το χρέος. Η Fed των ΗΠΑ, για παράδειγμα, επέκτεινε το πακέτο μέτρων της τέσσερις φορές μέσα σε μια εβδομάδα, οδηγώντας τελικά στην απεριόριστη αγορά χρεογράφων («ποσοτική χαλάρωση»).

Η γερμανική κυβέρνηση θέλει να προσφέρει έως και 500 δισεκατομμύρια ευρώ, κυρίως με την μορφή της πίστωσης και η ΕΕ επεκτείνει επίσης συνεχώς το πρόγραμμα βοήθειάς της. Η ΕΚΤ θέλει να αγοράσει ομόλογα για 750 δισεκατομμύρια ευρώ και πιθανώς θα εκδώσει περισσότερα. Το ερώτημα είναι το εξής: κατά πόσο θα επιτύχουν αυτά τα μέτρα;

Οι πόροι των καπιταλιστικών πολιτικών για τη διαχείριση κρίσεων μπορούν να εξαντληθούν γρήγορα ήδη από σήμερα (το 2020). Επειδή δεν αντιμετωπίζουμε απλώς μια διαταραχή των αλυσίδων εφοδιασμού ή των ευκαιριών πωλήσεων, για την οποία δεν είναι καν σαφές πόσο καιρό θα διαρκέσουν αυτές οι αποτυχίες και περιορισμοί. Τα νέα δάνεια που θα προσπαθούν να γεφυρώσουν την κατάσταση μπορούν να επιτύχουν μόνο περιορισμένα αποτελέσματα στην τρέχουσα κρίση. Συγκεντρώνονται τουλάχιστον τρεις σοβαροί παράγοντες, η έκταση των οποίων υπερβαίνει πολύ τις συνθήκες της κρίσης 2008–09:

Πρώτον, οι κυβερνήσεις θέλουν να ξοδέψουν τεράστια χρηματικά ποσά τα οποία δεν έχουν. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ, για παράδειγμα, αναμένει να δαπανήσει έως και 2 τρισεκατομμύρια δολάρια. Αυτή η τεράστια επέκταση του εθνικού χρέους προστίθεται στο χρέος που συσσωρεύεται διαρκώς από την κρίση του 2008, διπλασιάζοντα έτσι το εθνικό χρέος. Η μείωση του φόρου για τις επιχειρήσεις από τον Τραμπ (2018) από 35% σε 21% είχε ήδη στενέψει το περιθώριο.

Η κατάσταση διαφέρει στις άλλες χώρες μόνο κατά κλίμακα. Καμία χώρα στον κόσμο δεν μπορεί να τραβήξει το κάρο από το βάλτο σαν πρόσθετος προμηθευτής ή αγοραστής προϊόντων. Έτσι, αυτή η άντληση μετατοπίζει μόνο τα προβλήματα στο μέλλον, γεγονός που αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο ακόμη μεγαλύτερης συντριβής στο όχι πολύ μακρινό μέλλον. Επιπλέον, ανάλογα με το πώς εξελίσσεται η κρίση, αυτή η τεράστια υποτίμηση του νομίσματος αυξάνει τον κίνδυνο να μειωθεί η εμπιστοσύνη στο επηρεαζόμενο νόμισμα, γεγονός που θα δημιουργούσε πανικό στις τράπεζες. Αυτό, με τη σειρά του, θα σήμαινε αμέσως την κατάρρευση του συστήματος πληρωμών.

Δεύτερον, σήμερα, εξακολουθούν να υπάρχουν «κακά δάνεια» αξίας αρκετών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων σε ιδιωτικές και μερικώς εθνικοποιημένες τράπεζες παγκοσμίως. Με τον τίτλο “Ο Κορονοϊός γίνεται ένα τεστ αντοχής (stress test) για τον τραπεζικό τομέα: Υπάρχει απειλή μιας νέας οικονομικής κρίσης;» το finanzen.net έγραψε στις 24 Μαρτίου: «Στο χρηματιστήριο, οι επιπτώσεις του κορονοϊού έχουν ήδη φτάσει στις τράπεζες: Οι τιμές των μετοχών πολλών μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών έχουν καταρρεύσει απότομα από τα μέσα Φεβρουαρίου, και ορισμένες μετοχές έχουν μειωθεί ακόμη και κατά το ήμισυ. Ο τραπεζικός δείκτης Stoxx Europe 600, που περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην Ευρώπη, έκλεισε στις 18 Μαρτίου στις 83 μονάδες, το χαμηλότερο επίπεδο από τον Φεβρουάριο του 1988 (σύμφωνα με την «Wolf Street»), όταν για μήνες μετά τη Μαύρη Δευτέρα τον Οκτώβριο του 1987 τα χρηματιστήρια ήταν εκτός ελέγχου. Ακόμη και στο αποκορύφωμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης τον Μάρτιο του 2009, ο δείκτης των ευρωπαϊκών τραπεζών δεν είχε πέσει τόσο βαθιά όσο είναι τώρα. Μόνο από τα μέσα Φεβρουαρίου, το βαρόμετρο του χρηματιστηρίου για τον κλάδο έχει μειωθεί περισσότερο από 40%». «Η συντριβή των αμερικανικών αγορών είναι τώρα χειρότερη από τη συντριβή του 1929», σύμφωνα με μελέτη της Bank of America στα τέλη Μαρτίου. Και μην ξεχνάμε: στην Ιταλία, όπου ο κορονοϊός μαίνεται ιδιαίτερα και η οικονομία έχει παραλύσει για μήνες ως αποτέλεσμα, με το ΑΕΠ να πέφτει κατακόρυφα, ο τραπεζικός τομέας πλήττεται ιδιαίτερα (χωρίς να αναφέρουμε το μεγάλο δημόσιο χρέους).

Τρίτον, οι βιομηχανικές επιχειρήσεις (και σε κάποιο βαθμό επίσης οι επιχειρήσεις του εμπορίου και εφοδιαστικής) είναι τώρα πολύ χρεωμένες, κυρίως επειδή τα τελευταία χρόνια τα δάνεια ήταν εξαιρετικά φθηνά.

«Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΟΣΑ, το χρέος εταιρικών ομολόγων διπλασιάστηκε από το 2008 σε 13,5 τρισεκατομμύρια δολάρια έως το τέλος του 2019. […] Οι εταιρείες που υποβαθμίστηκαν στη βαθμολογία τους, δεν έχουν καθόλου εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης και θα έπρεπε να δεχτούν πολύ υψηλότερο πιστωτικό κόστος. Και τα δύο αποτελέσματα, με τη σειρά τους, αυξάνουν περαιτέρω την πιθανότητα στάσης πληρωμών των ομολόγων και μπορούν να οδηγήσουν σε ένα επικίνδυνο φαινόμενο ντόμινο» (19 Φεβρουαρίου2020). Η απώλεια εμπιστοσύνης στην αγορά είναι επίσης αποτέλεσμα της τεράστιας αύξησης του εταιρικού χρέους.

Χρέος των αναδυόμενων αγορών

Ειδικότερα, το χρέος των αναδυόμενων αγορών ήταν ήδη μια ωρολογιακή βόμβα πριν από την κρίση του κορονοϊού. Με το ανοιχτό ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης (δηλαδή από το τέλος Φεβρουαρίου 2020 το αργότερο), αυτό έχει πλέον καταστεί η μεγαλύτερη πηγή κινδύνου για μια μαζική «κατάρρευση», δηλαδή μια βαθιά ύφεση όπως δεν υπήρχε ποτέ όμοια από της μετά το 1929 (συμπεριλαμβανομένου και αυτή του2008).

Όπως επισημαίνουν οι οικονομολόγοι της Παγκόσμιας Τράπεζας, «το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του χρέους από το 2010 σημειώθηκε στις Αναδυόμενες και Αναπτυσσόμενες Χώρες (ΑΑΧ), των οποίων το χρέος αυξήθηκε κατά 54 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σε ρεκόρ ύψους περίπου 170% του ΑΕΠ το 2018. Αυτή η αύξηση ήταν ευρείας βάσης και επηρέασε περίπου το 80% των ΑΑΧ».

Διάγραμμα 1 (από το «Χρέος και χρηματοπιστωτικές κρίσεις: Η ιστορία θα επαναληφθεί;»)

Εξέλιξη χρέους αναδυόμενων αγορών (εκτός από την Κίνα) από το 1970, διακεκομμένες γραμμές

Διάγραμμα 2 – Εξέλιξη Χρέους και Ρυθμών Ανάπτυξης

Οι ίδιοι οικονομολόγοι της Παγκόσμιας Τράπεζας σημειώνουν: «Παρά την απότομη αύξηση του χρέους, η ανάπτυξη σε αυτές τις οικονομίες είναι απογοητευτική αναλογικά και αντιμετωπίζουν ασθενέστερες προοπτικές ανάπτυξης σε μια εύθραυστη παγκόσμια οικονομία. Εκτός από την ταχεία συσσώρευση χρέους, έχουν συσσωρεύσει άλλες αδυναμίες, όπως αυξανόμενα δημοσιονομικά και τρεχουσών συναλλαγών ελλείμματα κ και μια πιο επικίνδυνη σύνθεση χρέους.»

Η μπλε γραμμή δείχνει την αύξηση του χρέους, η κόκκινη γραμμή την πτώση της οικονομικής ανάπτυξης.

Στο τέλος κάθε «κύματος χρέους», η εικόνα έχει ως εξής:

Διάγραμμα 3 – Ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ

-> Μπλε: 1ο κύμα, Κόκκινο: 2ο κύμα, Πορτοκαλί: 3ο κύμα, Κίτρινο: 4ο κύμα

-> EMDEs = Αναδυόμενες οικονομίες, EMDEs exc. China = Aναδυόμενες εκτός Κίνας, Αdvanced = Aνεπτυγμένες

Έτσι, η αύξηση του χρέους δεν ήταν ποτέ τόσο μεγάλη όσο στο τέλος του τέταρτου κύματος. Επιπλέον, σε περιόδους «πτήσης προς ασφαλή καταφύγια», όπως το δολάριο, το χρέος των αναπτυσσόμενων και των αναδυόμενων χωρών αυξάνεται ακόμη περισσότερο. Το επίπεδο του χρέους τους είναι επομένως (ακόμη και πριν από την εμφάνιση της νέας κρίσης) σημαντικά υψηλότερο από το 2008.

Τώρα το ΔΝΤ θέλει να διαθέσει 1 τρισεκατομμύριο δολάρια για μέτρα στήριξης (δάνεια), αλλά μόνο 50 δισεκατομμύρια δολάρια θα διατεθούν σε αναδυόμενες αγορές και μόνο 10 δισεκατομμύρια δολάρια στις φτωχότερες χώρες. Ταυτόχρονα, είναι σε εξέλιξη η φυγή κεφαλαίων από αυτές τις χώρες.

Ως αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης, ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας (ILO – με έδρα τη Γενεύη) αναμένει (από τις 18 Μαρτίου 2020) 5,3 έως 24,7 εκατομμύρια επιπλέον άνεργους (μεταξύ των 188 εκατομμυρίων που έχουν εγγραφεί επίσημα ως άνεργοι το 2019). Ωστόσο, αυτοί οι υπολογισμοί βασίζονται στη βάση δεδομένων της 16ης Μαρτίου. Καθώς η κρίση εξελίσσεται πιο δραματικά από ό,τι είχαν υποθέσει οι περισσότεροι «ιολόγοι» έως τα μέσα Μαρτίου, η οικονομική συρρίκνωση (όχι μόνο στην Ιταλία) και συνεπώς ο αριθμός των επιπλέον ανέργων θα πρέπει επίσης να είναι σημαντικά υψηλότερος.

Απειλητική μετάβαση σε ένα μονεταριστικό σύστημα;

Στο επίπεδο των χρηματοπιστωτικών αγορών, η τεράστια επέκταση των διαφόρων παραγώγων κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, όπως και η τιτλοποίηση ακόμη και αμφισβητούμενων τίτλων σε πακέτα, τα οποία δεν θα μπορούσαν να αντισταθμιστούν επαρκώς. Σήμερα, η εντελώς συγκεχυμένη αύξηση των ιδιωτικών ιδίων κεφαλαίων γίνεται όλο και περισσότερο πρόβλημα για τις Συμβάσεις Ανταλλαγής Κινδύνου Αθέτησης (CDS).

Εταιρικά δάνεια άνω των 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων θα πρέπει να επαναδιαπραγματευτούν φέτος. Υπό αυτές τις συνθήκες, ποιος μπορεί ακόμα να χορηγήσει εύκολα νέα δάνεια, ακόμα και με τα χαμηλά επιτόκια των τελευταίων ετών; Πρέπει επομένως να αναμένονται υψηλά ασφάλιστρα κινδύνου. Ακόμη περισσότερο: Λόγω της αυξανόμενης αστάθειας των τραπεζών, των ασφαλιστικών εταιρειών και τώρα επίσης πολλών μεγάλων επιχειρήσεων (βλ. παραπάνω), ο κίνδυνος της κρίσης να περάσει από το χρηματοπιστωτικό σύστημα στο νομισματικό σύστημα θα αυξηθεί σημαντικά τις επόμενες εβδομάδες.

Επομένως, αν οι εταιρείες σταματήσουν να δανείζουν η μία την άλλη και πωλούν μόνο αγαθά για άμεση πληρωμή, η ύφεση θα εμβαθύνει. Δεδομένης της έκτασης που πρέπει να φοβάται κανείς, αυτό δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αντισταθμιστεί από τα έκτακτα δάνεια της κυβέρνησης. Όλες οι αντιφάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας που έχουν προκύψει στο παρελθόν, τώρα έρχονται μπροστά με ιδιαίτερα δραματικό ρυθμό, σε σημείο να διαλύσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού. Υπάρχει η απειλή των μεγάλων πτωχεύσεων και μια αλυσιδωτή αντίδραση, τέτοια που ο κόσμος δεν έχει δει τα τελευταία 90 χρόνια.

Για πόσο καιρό θα μπορεί το κράτος να ενεργεί; Μαζί με την κεντρική του τράπεζα, μπορεί ακόμα να χρησιμοποιεί τεράστιους χρηματοοικονομικούς πόρους (προγράμματα διάσωσης διαφόρων ειδών). Ωστόσο, υπάρχουν ήδη όρια στον οικονομικό αντίκτυπο, για παράδειγμα όταν η Fed μείωσε τα επιτόκια στο μηδέν μέσα σε κατάσταση πανικού και (όπως και η ΕΚΤ) υποσχέθηκε να προβεί σε ευρεία αγορά ομολόγων. Σε αντίθεση με το παρελθόν, αυτά τα μέτρα είχαν μικρή ηρεμιστική επίδραση και οι τιμές των μετοχών παρέμειναν ασταθείς. Η δύναμη των κεντρικών τραπεζών αμφισβητείται όλο και περισσότερο από την επιχειρηματική κοινότητα, η οποία συγκεντρώνεται στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η δημοσιονομική πολιτική φτάνει επίσης στα όριά της σε ορισμένες χώρες, όπως η Ιταλία. Οι κρατικές πτωχεύσεις, ως αποτέλεσμα του ήδη υψηλού και τώρα ταχέως αναπτυσσόμενου επιπέδου δανεισμού του δημόσιου τομέα, δεν μπορούν πλέον να αποκλειστούν. Και η επόμενη κρίση του ευρώ είναι περισσότερο από πιθανή και, με την αναμενόμενη δραματική επιδείνωση, θα μπορούσε ακόμη και να οδηγήσει στο τέλος του ευρώ.

Πολιτικές συνέπειες

Ο Ερίκ Τουσέν, ένας από τους διευθυντές του CADTM (Επιτροπή για τη Διαγραφή του Χρέους του Τρίτου Κόσμου), υποστηρίζει μια ολοκληρωμένη κοινωνικοποίηση ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού τομέα και καταλήγει στο συμπέρασμα:

«Αυτό το μέτρο πρέπει να είναι μέρος ενός μεγαλύτερου προγράμματος επειγόντων, ριζοσπαστικών και εκτεταμένων μέτρων, που περιλαμβάνουν την αναστολή και τελικά την κατάργηση του παράνομου δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, το κλείσιμο των χρηματιστηρίων, τη δημιουργία ενός αυθεντικού Εθνικού Συστήματος Υγείας, απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση των φαρμακευτικών εταιρειών και των ιδιωτικών εργαστηρίων, των εταιρειών του ενεργειακού τομέα (προκειμένου να σχεδιαστεί η διαχείριση της οικολογικής κρίσης) και να τις θέσουν υπό τον έλεγχο των πολιτών με στόχο τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των πληθυσμών.

Η απάντηση στην επιδημία του κορονοϊού πρέπει να γίνει μια ευκαιρία για να προωθηθεί μια αυθεντική βαθιά ριζωμένη επανάσταση στον τρόπο ζωής, τις δομές ιδιοκτησίας, τον τρόπο παραγωγής, στις αξίες που εμπνέουν τις κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων καθώς και μεταξύ των ανθρώπων και της φύσης. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν τα θύματα του συστήματος κινητοποιηθούν, αυτοοργανωθούν και εκτοπίσουν το 1% και τους λακέδες τους από θέσεις εξουσίας για να δημιουργήσουν πραγματικά δημοκρατικές δομές εξουσίας. Μια οικολογική, σοσιαλιστική, φεμινιστική και αυτοδιαχειριζόμενη επανάσταση είναι απαραίτητη.»