Μάτση Χα­τζη­λα­ζά­ρου: η πρώτη ερωτική ποιήτρια (του Δημήτρη Κατσορίδα)

ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ: η πρώτη ερωτική ποιήτρια

Στο βιβλιοπωλείο-στέκι, Free Thinking Zone, πραγματοποιήθηκε στις 11-1-2020, το απόγευμα, ένα πολύ ωραίο Αφιέρωμα στην ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου (1914-1987).

Η Μάτση Χα­τζη­λα­ζά­ρου υπήρ­ξε κα­τε­ξο­χήν ερω­τι­κή ποι­ή­τρια και είναι η πρώτη που έγρα­ψε με αυτό τον τρόπο και μά­λι­στα τόσο τολ­μη­ρά ερω­τι­κά. Ήταν βιω­μα­τι­κή, ζώ­ντας ένα ποι­η­τι­κό τρόπο ζωής, γε­μά­το αμ­φι­σβη­τή­σεις και στην κόψη του ξυ­ρα­φιού, όπως ει­πώ­θη­κε. Εμπλού­τι­σε την ποί­η­σή της με την ψυ­χα­να­λυ­τι­κή μέ­θο­δο και την αυ­το­α­νά­λυ­ση, όπως είχε μάθει από τον Α. Εμπει­ρί­κο, με τον οποίο ήταν πα­ντρε­μέ­νη από το 1939 μέχρι το 1944, ενώ είχε εμπνευ­στεί και από τον υπερ­ρε­α­λι­σμό. Δεν είναι τυ­χαίο που την χα­ρα­κτη­ρί­ζουν ως την πρώτη Ελ­λη­νί­δα υπερ­ρε­α­λί­στρια ποι­ή­τρια. 

Το 1945, σε ένα κλίμα διώ­ξε­ων κάθε δη­μο­κρά­τη πο­λί­τη με συλ­λή­ψεις, φυ­λα­κί­σεις, βα­σα­νι­σμούς, δο­λο­φο­νί­ες και κα­τα­στρο­φές, επι­βι­βά­ζε­ται στο θρυ­λι­κό πλοίο «Μα­τα­ρόα», μαζί με άλ­λους 150 νέους και νέες, κατά κύριο λόγο προ­ο­δευ­τι­κών και αρι­στε­ρών πο­λι­τι­κών από­ψε­ων, οι οποί­οι πη­γαί­νουν στο Πα­ρί­σι με υπο­τρο­φία του Γαλ­λι­κού Ιν­στι­τού­του, το οποίο επί της ου­σί­ας τους φυ­γά­δευ­σε. Ο χρό­νος έδει­ξε ότι στο πλοίο βρέ­θη­κε η αφρό­κρε­μα της ελ­λη­νι­κής δια­νό­η­σης, των επι­στη­μών και της τέ­χνης, και ορι­σμέ­νοι από τους επι­βά­τες του έγι­ναν διε­θνώς γνω­στοί (Κα­στο­ριά­δης, Αξε­λός, Πα­παϊ­ω­άν­νου, Μέμος Μα­κρής, Κου­λε­ντια­νός, Κρια­ράς, Σβο­ρώ­νος, Μι­μί­κα Κρα­νά­κη, η γλύ­πτρια Κλειώ Μακρή, οι ζω­γρά­φοι Νέλλη Αν­δρι­κο­πού­λου, Άννα Κιν­δύ­νη και πολ­λοί άλλοι/-ες). Εκεί, η Μάτση Χα­τζη­λα­ζά­ρου, κι­νεί­ται στους κύ­κλους των υπερ­ρε­α­λι­στών, ενώ γνω­ρί­ζε­ται με τον Μπρε­τόν, τον Tzara, τον Matisse και άλ­λους, εκ­δί­δο­ντας ποι­ή­μα­τά της στα γαλ­λι­κά. Το 1958 επέ­στρε­ψε στην Αθήνα και ως το 1964 ερ­γά­στη­κε στον Ελ­λη­νι­κό Ορ­γα­νι­σμό Του­ρι­σμού για να γυ­ρί­σει πάλι στο Πα­ρί­σι. Επι­στρέ­φει ορι­στι­κά στην Αθήνα το 1973. 

Τα ποι­ή­μα­τα της ασκούν την μέ­θο­δο της μαιευ­τι­κής, γι’ αυτό μοιά­ζουν όπως μια γέννα. Είναι δη­μιουρ­γι­κά, ζω­ντα­νά και μεστά, με ελευ­θε­ρία στο λόγο. Συν­δια­λέ­γε­ται με τις λέ­ξεις σαν να είναι ζω­ντα­νά πράγ­μα­τα. Και πράγ­μα­τι, κα­τα­φέρ­νει και τις ζω­ντα­νεύ­ει. Είναι κάτι σαν συ­νο­μι­λία, σαν να απευ­θύ­νε­ται σε κά­ποιον, ενώ οι στί­χοι της δια­κρί­νο­νται από με­γά­λη ευαι­σθη­σία. Μας μα­θαί­νουν πώς να γί­νου­με κα­λύ­τε­ροι άν­θρω­ποι. 

Η Μάτση Χα­τζη­λα­ζά­ρου, εξα­κο­λου­θεί να είναι ένα κρυμ­μέ­νο μυ­στι­κό της λο­γο­τε­χνί­ας, που ακόμη δεν έχει πε­ρι­λη­φθεί ανά­με­σα στα γνω­στά ονό­μα­τα των ποι­η­τών μας. Είναι μια με­γά­λη νε­ο­ελ­λη­νί­δα ποι­ή­τρια, όπως την χα­ρα­κτή­ρι­ζε ο Εμπει­ρί­κος. Δεν είναι τυ­χαίο που η ίδια, αφό­του πέ­θα­νε ο Εμπει­ρί­κος, του αφιέ­ρω­σε το ποί­η­μα, «Αντί­στρο­φη Αφιέ­ρω­ση», με το οποίο ου­σια­στι­κά ολο­κλη­ρώ­νει την οφει­λή απέ­να­ντί του. Ένας ερω­τι­κός ύμνος σε ένα «εσαεί ευ­δαί­μο­να άνδρα», όπως τον λέει, που την Εκρί­ζω­σε:   

 «[…] θέλω να ξε­μαλ­λιά­σω λίγο τη σύ­ντα­ξη για να σε τρα­γου­δή­σω όπως 

έμαθα στο Πα­ρί­σι 

[…] εσένα σ’ έχω βό­τσα­λο φρού­το απαλό που τ’ ωρί­μα­σε η θά­λασ­σα 

σ’ ερω­τεύω 

σε ζη­λεύω 

σε για­σε­μί 

[…] εγώ σε Τσε­πέ­λο­βο Πά­πι­γκο Ελα­φό­το­πο 

εγώ σε Βίκο με τα γιο­φύ­ρια του κει που δια­βαί­νει ο χρό­νος 

σ’ έχω πει και ψέ­μα­τα για να τους ξε­γε­λά­σου­με 

εγώ σ’ έχω άρωμα έρωτα 

σ’ έχω μαύρο λιο­ντά­ρι 

σε ονει­ρο­βά­τη­σα μαζί μου ως το γκρε­μό 

εσέ ασύλ­λη­πτο θυ­μά­μαι και τον ύπνο μου χάνω

[…] σε κρυά­δα γνώ­ρι­σες ποτέ την καρ­διά μου 

σε μιαν έκ­πα­γλη χρο­νιά αντα­μώ­σα­με 

σε λη­στεύω από αλ­λου­νού τα χέρια 

σε ακούω από δω από κει 

σε σιωπώ μες στην απέ­ρα­ντη τρυ­φε­ρό­τη­τα 

σιγά σιγά να κα­τα­λα­γιά­σου­με 

όλα δεν τα’ χω πει

ΜΕ ΕΚΡΙ­ΖΩ­ΝΕΙΣ». 7-2-1985