Η επερχόμενη κρίση και η άνοδος του «εθνικού φιλελευθερισμού» (του Ανρί Βιλνό)

Η επερχόμενη κρίση και η άνοδος του «εθνικού φιλελευθερισμού»

Του Ανρί Βιλνό, μετάφραση από το International Viewpoint, 8 Νοεμβρίου 2019

Οι κύριοι πολιτικοί και οικονομικοί ηγέτες αναμένουν και προετοιμάζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο για απότομη επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, που θα μπορούσε να συνδυαστεί με μια οικονομική κρίση.

Το θέμα της «κρίσης» βρίσκεται παντού: στον τύπο και σε όσα μέσα υπάρχουν κείμενα οικονομικής ανάλυσης, μα συχνά χωρίς να αποσαφηνίζεται περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Μερικές φορές γίνεται αναφορά σε αυτό που διάφοροι οικονομολόγοι έχουν ονομάσει «δομική στασιμότητα», μια κατάσταση εξάντλησης της ανάπτυξης με περιοδικές υφέσεις – μια εκδοχή υπογραμμίζει ότι η «ψηφιακή επανάσταση», παρά τα φαινόμενα, δεν δημιουργεί σημαντικά οφέλη στην παραγωγικότητα. [1] Ανάμεσα στους Μαρξιστές, αυτή η ανάλυση επικαλύπτεται μερικές φορές με τη θεωρία που είχε αναπτύξει ο Ερνέστ Μαντέλ για τα μακρά κύματα, της οποίας μια βασική θέση είναι ότι η ιστορία του καπιταλισμού χαρακτηρίζεται από τη διαδοχή μακρών περιόδων, με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που εναλλάσσουν φάσεις ή κάμψης. [2] Υπό αυτό το πρίσμα, θα βρισκόμαστε σε μια τέτοια φάση κάμψης, που θα σημαδευτεί από μια αδύναμη και χαοτική οικονομική ανάπτυξη παγκόσμια. Το σκεπτικό αναπτύχθηκε επιπλέον με το ότι πλέον η καπιταλιστική παραγωγή έχει συναντήσει εμπόδια που δεν μπορεί να υπερβεί, ειδικά στη καταστροφή της φυσικής ισορροπίας στο οικοσύστημα, ιδιαίτερα στη βιόσφαιρα. Αυτή η σημαντική θέση έχει υποστηριχθεί από τον Φρανσουά Σεζνέ. [3]

Αυτά τα δύο ζητήματα είναι σοβαρά και αποφασιστικά, ειδικά το δεύτερο, αλλά σε αυτό το άρθρο εστιάζουμε στο άμεσο : την ανάλυση της «επερχόμενης» κρίσης με την έννοια μιας καθαρής επιβράδυνσης της αύξησης του ΑΕΠ, ενδεχομένως συνοδευόμενη με μια πτώση των χρηματιστικών αγορών. Αυτός ο τύπος κρίσης, που επανέρχεται περιοδικά στον καπιταλισμό, μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο σοβαρός.

Που πάει η παγκόσμια οικονομία;

Σχηματικά, υπάρχουν 3 σενάρια.

– Επιβραδυνόμενη ανάπτυξη (πιθανόν με μια πτώση των χρηματιστηρίων).

– Μια χρηματοοικονομική κρίση και υφεσιακό ξέσπασμα (δηλ. αρνητική ανάπτυξη σε έναν σημαντικό αριθμό καιπιταλιστικών χωρών).

– Μια χρηματοοικονομική κρίση με μια βαθιά ύφεση.

Η παγκόσμια οικονομία είναι ήδη στη κατάσταση 1. Όλοι οι δείκτες δείχνουν μια συστολή της ανάπτυξης. Το ερώτημα είναι αν οι καταστάσεις 2 και 3 μπορούν να προκύψουν από αυτή τη συγκυρία. Μπορούμε «να κατανοήσουμε κάθε πραγματική κρίση μόνο μέσα από τη σχέση που διατηρεί με την εξέλιξη της παγκόσμιας κοινωνίας» (Πολ Ματίκ, «Κρίσεις και θεωρίες των κρίσεων»,  1974, παρατέθηκε από τον Φρανσουά Σεζνέ). Είναι επομένως ανεπαρκές να επαναλαμβάνουμε δογματικές αλήθειες για το γεγονός ότι οι κρίσεις είναι αναπόφευκτες στον καπιταλισμό, ή να ικανοποιούμαστε με την εξονυχιστική μελέτη των διακυμάνσεων στο ποσοστό κέρδους (ακόμα και αν είναι ουσιώδες να προσπαθούμε να τις καταγράψουμε). Kατά κύριο λόγο, σε αντίθεση με αυτό που κάνουν καθημερινά τα ΜΜΕ, δεν είναι το ζήτημα να εστιάσουμε στα χρηματοοικονομικά ή να αποδίδουμε την επιβράδυνση της ανάπτυξης αποκλειστικά στις προταστευτικές πρωτοβουλίες του Τραμπ.

Ο Τραμπ δεν είναι ένας νταής που καταστρέφει ένα κατά τα άλλα ανθηρό κινέζικο κατάστημα. Είναι σωρευτικές διαδικασίες που οδηγούν στην βραδύτερη ανάπτυξη, που χαρακτηρίζουν την κίνηση της παγκόσμιας οικονομίας. Τον περασμένο Ιούλιο, το ΔΝΤ, για τέταρτη φορά σε ένα χρόνο, υποβάθμισε ξανά τις προβλέψεις του. Στις 19 Σεπτεμβρίου, ο ΟΟΣΑ (το άλλο μεγάλο διεθνές καπιταλιστικό παρατηρητήριο) έπραξε ανάλογα και τώρα αναμένει παγκόσμια ανάπτυξη 2,9% φέτος και 3% του χρόνου. Αυτή είναι, όπως λέει και η αναφορά, «η πιο αδύναμη ανάπτυξη από την οικονομική κρίση μέχρι τώρα με τους κινδύνους να συνεχίζουν να μεγαλώνουν».

Στις ΗΠΑ η κατάσταση είναι αβέβαιη, αλλά η απαισιοδοξία μεγαλώνει. Η Ευρωζώνη συνολικά είναι στάσιμη ή ακόμα και στο χείλος της ύφεσης (δηλ. στην κίνηση προς αρνητική ανάπτυξη).Η βιομηχανική παραγωγή έπεσε 1,6% τον Ιούνιο του 2019 σε σχέση με τον Ιούνιο του 2018 και η καθοδική τάση συνεχίζεται. Η Γερμανία είναι ιδιαίτερα επηρεασμένη με μια μείωση 0,1% του ΑΕΠ στο β΄ τρίμηνο του 2019. Η Ιταλία είναι επίσης σε δύσκολη κατάσταση. Σε Γαλλία και Ισπανία, η ανάπτυξη αδυνατίζει αλλά παραμένει με θετικό πρόσημο. Στη Κίνα επίσης, η ανάπτυξη επιβραδύνεται, παρά τα επαναλαμβανόμενα μέτρα στήριξης της οικονομίας. Η Βραζιλία παραμένει σε οικονομικό μαρασμό και η Αργεντινή βρίσκεται σε καθαρή ύφεση.

Μόνο μερικές χώρες είναι σε κατάσταση να κερδίσουν έδαφος (όπως η Ινδία και το Βιετνάμ) και διατηρούν την ανάπτυξή τους (και η ινδική ανάπτυξη επιβραδύνεται) με σχετικά λίγα σύννεφα στον ορίζοντα (πέρα από την ανισότητα και την περιβαλλοντική καταστροφή).Το παγκόσμιο εμπόριο επίσης βιώνει αξιοσημείωτη επιβράδυνση: η ανάπτυξη στον όγκο των εμπορικών συναλλαγών αναμένεται να πέσει από 3,7% το 2018 στο 2,5 % το 2019.

Η υπερπαραγωγή είναι εμφανής στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα. Η Arcelor Mittal εκτιμά μείωση της ευρωπαϊκής αγοράς χάλυβα στο 2019 της τάξης του 1% με 2%. H αυτοκινητοβιομηχανία παραμένει ο πιο σημαντικός βιομηχανικός τομέας του παγκόσμιου καπιταλισμού και η εξέλιξή της είναι σημαντική για τη γενική τάση. Μια μείωση της τάξης του 3% στην παγκόσμια παραγωγή της αναμένεται για το 2019. Τότε θα υπάρξει μια περίοδος λήθαργου που θα επιτρέψει στη παραγωγή να ξεπεράσει εκείνη του 2018 μόνο το 2022. Η Κίνα, η μεγαλύτερη αγορά παγκοσμίως, θα πέσει σε λιγότερο από 25 εκατομμύρια οχήματα το 2019, μια μείωση 6% σε σχέση με τη κορύφωση το 2017. Τα ποσοστά κέρδους των πρόσφατων χρόνων δεν μοιάζουν να έχουν επιστρέψει στα επίπεδα του 2007.

Η άνοδος του ποσοστού εκμετάλλευσης είναι σήμερα το κύριο εργαλείο του κεφαλαίου στην πάλη του να διασφαλίσει τα κέρδη. Οι μισθοί έχουν βαλτώσει (με εξαίρεση της υψηλές κατηγορίες και εξειδικευμένες βιομηχανίες) στις ανεπτυγμένες χώρες (συμπεριλαμβανομένων αυτές με χαμηλά ποσοστά ανεργίας, όπως οι Γερμανία και ΗΠΑ). Το κράτος επίσης παίζει τον ρόλο του ως «δεκανίκι» στις ΗΠΑ (και άλλες χώρες), οι μειώσεις φόρων έχουν στηρίξει τα επιχειρηματικά κέρδη (μετά φόρων) κέρδη και τα τελευταία τρίμηνα το ποσοστό κέρδους μοιάζουν να έχει πέσει στις ΗΠΑ. Αυτό θα βαρύνει στην επένδυση, που, σε κάθε περίπτωση, θα υποστούν τις συνέπειες της αβεβαιότητας του οικονομικού και γεωπολιτικού κλίματος (εμπορική αντιπαράθεση ΗΠΑ–Κίνας, Brexit και ούτω καθεξής).

Τα επιχειρηματικά κέρδη των επιχειρήσεων έχουν χρησιμοποιηθεί εκτεταμένα σε συναλλαγές συγχωνεύσεων, επαναγορά μετοχών και διανομή μερισμάτων, ή παραμένουν σε ρευστές επενδύσεις, ενώ η ιδιωτική επένδυση παραμένει περιορισμένη. Η δημόσια επένδυση είναι συμπιεσμένη από τις πολιτικές λιτότητας. Ο καπιταλισμός είναι περισσότερο από ποτέ «χρηματιστικοποιημένος». Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία συνεχίζουν να διογκώνονται μετά το σοκ του 2007–09. Οι τιμές των μετοχών δείχνουν αποσυνδεμένες από την πραγματική επιχειρηματική επίδοση. Αυτή τη στιγμή οι χρηματοοικονομικές αγορές βρίσκονται στο έλεος των ανακοινώσεων των ΗΠΑ και των διεθνών αβεβαιοτήτων. Τα επιτόκια είναι πλέον ξεκάθαρα καθοδικά ή και αρνητικά. Σήμερα, αυτά τα επιτόκια δείχνουν έναν ξεκάθαρο ανορθολογισμό: έχουν κατρακυλήσει, και τα μεσο– και μακρο–πρόθεσμα επιτόκια τείνουν να είναι υψηλότερα από τα επιτόκια των βραχυπρόθεσμων χρεογράφων.

Επιστροφή στο 2008–09

Για να καταλάβουμε την κατάσταση, πρέπει να πάμε πίσω στο 2008–09. Οι κεντρικές τράπεζες έχουν ρίξει σωρηδόν τα τελευταία 10 χρόνια δωρεάν ή σχεδόν δωρεάν ρευστότητα στις τράπεζες. Όντως, μόλις πέρασε το ναδίρ της κρίσης, αυτές οι κεντρικές τράπεζες εξασφάλισαν την «πλοήγηση» των οικονομιών. Στη πραγματικότητα, τρεις παράγοντες έκαναν εφικτό, από το 2008–09 και έπειτα, να αποφευχθεί η κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και των οικονομιών των κύριων καπιταλιστικών χωρών:

Σε πρώτη φάση, τα κράτη είτε πραγματοποίησαν πρόσθετες δαπάνες (υποστήριξη τραπεζών και επιχειρήσεων, κάποια κοινωνικά μέτρα), είτε δεν αντιστάθμισαν την απώλεια εσόδων ή τις αυξημένες δαπάνες –βλέπε επιδόματα ανεργίας– μέσω επιπρόσθετων φορολογικών εισφορών. Αυτό προκάλεσε μια αύξηση στο δημόσιο χρέος.

Αλλά πολύ γρήγορα, στις περισσότερες καπιταλιστικές χώρες, ήρθε η ώρα της δημοσιονομικής εξισορρόπησης: στην Ευρωζώνη (στο πλαίσιο των Συνθηκών που ενισχύθηκαν ξανά το 2012), ενώ στις ΗΠΑ οι Ρεπουμπλικάνοι μπλόκαραν όλες τις πρωτοβουλίες που πάρθηκαν επί προεδρίας Ομπάμα και αφορούσαν τον κρατικό προϋπολογισμό.

Οι κεντρικές τράπεζες χαμήλωσαν τα επιτόκια και εφάρμοσαν πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης, αγοράζοντας ομόλογα δημόσιου ή ιδιωτικού χρέους από τις τράπεζες. Η ποσοτική χαλάρωση στοχεύει στο να ενθαρρύνει τις τράπεζες να δώσουν πιο εύκολα νέα δάνεια για να ωθηθεί η παραγωγή και η απασχόληση. Η ποσοτική χαλάρωση αυξάνει έτσι την ποσότητα του κυκλοφορούντος χρήματος, το οποίο θεωρητικά έχει την επίδραση να αναζωογονήσει την οικονομία και να αποφευχθεί κάθε κίνδυνος αποπληθωρισμού (μια ανεξέλεγκτη πτώση τιμών).

Αυτές οι πολιτικές εμπόδισαν την κατάρρευση, με άλλα λόγια την «κάθαρση» του συστήματος από πολλές χρεοκοπίες τραπεζών και εταιριών. Αλλά οι καπιταλιστικές οικονομίες δεν βγήκαν πραγματικά από τον βάλτο και η «θεραπεία» είχε κόστος, σε όρους δημιουργίας συνθηκών για χρηματοοικονομικές φούσκες: τα ποσά που ρίχτηκαν, πυροδότησαν την κερδοσκοπία στις αγορές.

Τελικά, ένας άλλος παράγοντας κατέληξε να στηρίζει τις οικονομίες των χωρών του ΟΟΣΑ. Η Κίνα, της οποίας οι εισαγωγές ανέβηκαν έντονα και όπου οι επενδυτικές λειτουργίες και το outsourcing εργασιών βοήθησαν στη διατήρηση των κερδών των εταιριών των χωρών του ΟΟΣA. Από το 2007 ως το 2018, οι εισαγωγές στη Κίνα διπλασιάστηκαν, αυτό είναι μια πολύ πιο γρήγορη αύξηση από αυτή του παγκόσμιου εμπορίου. Οι αμερικάνικες εξαγωγές στην Κίνα αυξήθηκαν 86% κσε 10 χρόνια και την ίδια περίοδο οι εξαγωγές στον υπόλοιπο κόσμο αυξήθηκαν μόνο 21%.

Την ίδια στιγμή, ο κόσμος μετατοπιζόταν. H Κίνα άυξησε τις εξαγωγές της και μείωνε (με άνισο τρόπο ανάμεσα σε διαφορετικούς τομείς) την σχετική τεχνολογική καθυστέρησή της. Σήμερα η επιβράδυνση της κινέζικης οικονομίας επηρεάζει τη παγκόσμια κατάσταση και πιο συγκεκριμένα ορισμένες χώρες: τη Γερμανία ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ, και εξαγωγείς πρωτογενών προϊόντων.

Ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα στο έλεος της οικονομικής κατάστασης

Από το 2015, οι κεντρικές τράπεζες έχουν προσπαθήσει δειλά να περιορίσουν τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν μετά από την κρίση (χαμηλά επιτόκια και ποσοτική χαλάρωση), αλλά αυτές οι προσπάθειες δεν διήρκησαν επειδή η καπιταλιστική οικονομία είναι κατά κάποιο τρόπο εθισμένη στα χαμηλά επιτόκια και στο ρευστό που ρίχνουν οι κεντρικές τράπεζες. To 2019, μπροστά στην οικονομική επιβράδυνση, πολλές κεντρικές τράπεζες στον κόσμο χαμήλωσαν τα επιτόκια τους. Η Fed το έκανε στις 31 Ιουλίου και η ΕΚΤ στις 12 Σεπτεμβρίου. Επίσης ανακοινώθηκε η συνέχιση της ποσοτικής χαλάρωσης. To χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι εύθραυστο. Το χρέος των κρατών και ειδικότερα των μη–χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων ανέβηκε ξανά. Το μέγεθος των εκκρεμών ομολόγων μη–χρηματοπιστωτικών εταιριών παγκοσμίως έπιασε νέο ρεκόρ, κοντά στα 13 τρις, στο τέλος του 2018: αυτό είναι το διπλάσιο απ’ ό,τι πριν την κρίση του 2008. Τα ομόλογα που εκδόθηκαν από εταιρίες είναι κυμαινόμενης ποιότητας, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των αποτυχιών αποπληρωμής σε περίπτωση οικονομικής πτώσης.

Από το 2008 έχει υπάρξει ένας ταχύς πολλαπλασιασμός των εταιρειών που οι διεθνείς οργανισμοί αποκαλούν «ζόμπι», δηλαδή επιβιώνουν αποκλειστικά από την υπερχρεώση εκμεταλλευόμενες και τα χαμηλά επιτόκια: το μερίδιο τους στην οικονομία είναι 6% κατά μέσο όρο στις 14 κύριες ανεπτυγμένες χώρες. Το κύριο στοιχείο για το πόσο ευάλωτο είναι το σύστημα είναι επομένως τώρα πια το χρέος των εταιρειών, που θα μπορούσε να εξαπολύσει μια τραπεζική κρίση σε περίπτωση παρατεταμένης οικονομικής επιβράδυνσης. Τέλος, αυτό που αποκαλείται «σκιώδης τραπεζική», δηλαδή χρηματοδότηση που δεν υπόκειται σε τραπεζικούς κανονισμούς (το οποίο δεν σημαίνει απαραίτητα ότι διεξάγει παράνομες δραστηριότητες) διογκώνεται, ιδιαίτερα στην Κίνα. Στο τέλος του 2017 αντιπροσώπευε το 14% των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων.

Ένα ακόμη παράδειγμα για το πόσο εύθραυστο είναι το χρηματοοικονομικό σύστημα υπήρξε στα μέσα Σεπτέμβρη: την Τρίτη 17 Σεπτέμβρη, η Fed διοχέτευσε 55 δις στις τράπεζες, διότι τα επιτόκια στη διατραπεζική αγορά (η αγορά όπου οι τράπεζες αλληλοδανείζονται χρήματα σε ημερήσια βάση) είχαν ανεβεί απότομα στο 10%. Αυτό συνεχίστηκε τις επόμενες μέρες με αποτέλεσμα να «χαθούν» 300 δις δολάρια. Αυτό που είναι το πιο εντυπωσιακό είναι ότι οι αξιωματούχοι της Fed εξετάζουν από που πηγάζει αυτό το πυρετώδες ξέσπασμα. Αυτό το είδος παρέμβασης θυμίζει τον Σεπτέμβρη του 2008 όταν οι τράπεζες, όντας σε αποδιοργάνωση, σταμάτησαν να αλληλοδανείζονται χρήματα (το οποίο οδήγησε στη χρεοκοπία της Lehman Brothers) και χρειάστηκε να απευθυνθούν στις κεντρικές τράπεζες.

O καπιταλισμός αφοπλισμένος μπροστά σε μια νέα κρίση;

Επομένως όχι μόνο υπάρχει μια απότομη επιβράδυνση των οικονομιών, αλλά υπάρχουν στοιχεία μιας οικονομικής κρίσης. Πολλοί οικονομολόγοι ισχυρίζονται πως αν συμβεί ένα  νέο χρηματοπιστωτικό κραχ, τα κράτη θα έχουν λιγότερους πόρους από το 2008 για να ανταπεξέλθουν: τα δημόσια χρέη είναι ήδη ψηλά (το οποίο θα απαγόρευε μια βουτιά σε δημοσιονομικά ελλείμματα) και τα τραπεζικά επιτόκια μπορούν να πέσουν μόνο οριακά λίγο ακόμα. [4] Αυτή η υπόθεση περί παντελούς κρατικής αδυναμίας είναι αμφισβητήσιμη: αν μια κρίση διακινδυνεύσει σοβαρά την οικονομική σταθερότητα, μπορούμε να φανταστούμε ότι τα κράτη και οι κεντρικές τράπεζες δεν θα δίσταζαν να ξεπεράσουν αυτούς τους περιορισμούς, εφαρμόζοντας «ετερόδοξες» λύσεις, όσο και αν αυτό θα ήταν δυσάρεστο για τους νεοφιλελεύθερους. Ακόμα περισσότερο, έχουν ανοίξει οι ασκοί του Αιόλου για την αμφισβήτηση και συζήτηση μεταξύ ακόμα και των «ορθόδοξων» [υποστηρικτών του καπιταλισμού και του νεοφιλελευθερισμού] οικονομολόγων, ακαδημαϊκών και συμβούλων διεθνών οικονομικών οργανισμών. Ιδέες φουντώνουν και η BlackRock, μια γιγαντιαία εταιρία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων με 68 τρις επενδυμένα σε εταιρείες, έχει προτείνει πως οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να δημιουργήσουν υποστηρικτικά ταμεία που να διανέμουν λεφτά στις επιχειρήσεις και τους ιδιώτες (με επαναλαμβανόμενα δάνεια μηδενικού επιτοκίου). [5]

Επίσης παρατηρούμε μια επιστροφή κάποιων αντιλήψεων που μέχρι στιγμής ήταν περιθωριακές, ιδιαίτερα μέσα στην «σύγχρονη νομισματική θεωρία», οι οποίες προωθούν το ενδεχόμενο της απελευθέρωσης  από τους περιορισμούς που βάζει το χρέος στις δημόσιες δαπάνες, ιδιαίτερα στον στόχο να χρηματοδοτηθεί η κατανάλωση και η δημιουργία θέσεων εργασίας (αυτή είναι η τελευταία μόδα στην αριστερά των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ). Αυτές οι αντιλήψεις είναι ένα σύμπτωμα της αναζήτησης χώρου για ελιγμούς. Για το άμεσο μέλλον, όπως έχουμε δει, οι κεντρικές τράπεζες είναι σε εγρήγορση και έχουν επιστρέψει σε χαμηλότερα επιτόκια και στις αγορές ομολόγων. Όσο για την Κίνα, έχει ανακοινώσει μερικά μέτρα στήριξης της οικονομίας από την αρχή του έτους. Από την άποψη του προϋπολογισμού, η κατάσταση στις ΗΠΑ έχει αλλάξει με τον Τραμπ, που μείωσε μαζικά τους φόρους σε επιχειρήσεις και πλούσιους, εξού μια άνοδος του ελλείμματος, που είναι τώρα αποδεκτή από τους Ρεπουμπλικάνους. Τον τελευταίο Ιούλιο, με τις προεδρικές ευλογίες, ένας συνεναιτικός προϋπολογισμός υιοθετήθηκε από Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς, που αυξάνει τις στρατιωτικές δαπάνες και διευρύνει ακόμα περισσότερο το έλλειμμα του προϋπολογισμού των ΗΠΑ και το τεράστιο χρέος τους. Ο Τραμπ διατηρεί μια απόλυτη νεοφιλελεύθερη πορεία σε κοινωνικά και δημοσιονομικά ζητήματα, όμως σε άλλα ζητήματα δεν διστάζει να περιφρονήσει αυτό που ήταν οικονομική ορθοδοξία για περίπου τέσσερις δεκαετίες.

O Τραμπ σχετικοποιεί την προκατάληψη με τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Όχι μόνο επεμβαίνει υπέρ ενός προϋπολογισμού που αυξάνει το έλλειμμα, αλλά, στα μέσα Αυγούστου, η κυβέρνηση του πρότεινε να εξεταστούν περαιτέρω μειώσεις φόρων και εισφορών στην κοινωνική ασφάλιση στο ενδεχόμενο μιας οικονομικής επιβράδυνσης. Απεχθάνεται την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας και δε διστάζει να την επιπλήττει δημόσια για να την σπρώξει να χαμηλώσει κι άλλο τα επιτόκια. Αμφισβητεί τη ρητορική σχετικά με τα οφέλη του ελεύθερου και πολυμερούς εμπορίου. Ο στόχος–κλειδι είναι να περιορίσει το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ, να ανακόψει τη μεταφορά αμερικάνικης τεχνολογίας στην Κίνα και να συνεχίσει να επιδεικνύει την στρατιωτική δύναμη των ΗΠΑ στη περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού. Τέλος, ο Τραμπ έχει μια ανταγωνιστική αντίληψη πάνω στις νομισματικές πολιτικές. Εξακολουθεί να απαγγέλλει κατηγορίες για την Κίνα ή ακόμα και την Ευρωζώνη και απαιτεί από την FED  να ανταποδώσει.

Υπάρχει ακόμα πιλότος στο παγκόσμιο αεροπλάνο;

Οι τρέχουσες εξελίξεις στις ΗΠΑ δεν ανταποκρίνονται στις απλές εμμονές του Τράμπ και στην επιθυμία του να κερδίσει τις  επόμενες προεδρικές εκλογές: είναι βασικά η έκφραση μιας απόρριψης της σχετικής υποβάθμισης του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού σε σχέση με την Κίνα. Αλλά προκύπτει ένα άλλο ερώτημα: υπάρχει ακόμα πιλότος στο παγκόσμιο αεροπλάνο για να ξεκινήσει συντονισμένες δράσεις; Πριν από μερικές δεκαετίες ο αμερικάνος οικονομολόγος Τσαρλς Κίντλμπεργκερ έδωσε μια ενδιαφέρουσα ανάλυση στο γιατί η κρίση του 1929 ήταν τόσο μεγάλη και βαθιά: γι’ αυτόν ήταν εξαιτίας του δισταγμού των ΗΠΑ να αναλάβουν την ηγεσία της παγκόσμιας οικονομίας, όταν, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Βρετανία δεν μπορούσε να εκτελέσει πια αυτόν τον ρόλο. Για τον Κίντλμπεργκερ η παγκόσμια οικονομία χρειάζεται έναν σταθεροποιητή, ένα κράτος–άξονα. [6]

Μετά το Κίντλμπεργκερ, άλλοι οικονομολόγοι όρισαν τα χαρακτηριστικά που θα έπρεπε να έχει ένα τέτοιο κράτος: την ικανότητα να δημιουργεί διεθνή στάνταρντ και να τα επιβάλλει, τη θέληση να το κάνει, και την οικονομική, τεχνολογική και στρατιωτική υπεροχή. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και ο Τρότσκι τόνιζε τη σημασία των διεθνών σχέσεων το 1921, στη «Αναφορά για την Παγκόσμια Οικονομική Κατάσταση»: «Οι διεθνείς σχέσεις προφανώς παίζουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή του καπιταλιστικού συστήματος… Η βαριά κρίση, που γεννιέται από τη σύσφιξη της παγκόσμιας αγοράς δρα ώστε να παροξύνει την πάλη ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη, στερώντας τις διεθνείς σχέσεις από οποιαδήποτε σταθερότητα. Όχι μόνο η Ευρώπη αλλά όλος ο κόσμος μετατρέπεται σε τρελοκομείο! Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες δεν υπάρχει καν η ανάγκη να μιλήσουμε για την αποκατάσταση της καπιλαστικής ισορροπίας» [7]

Οι ΗΠΑ έχουν παίξει έναν σταθεροποιητικό ρόλο στον καπιταλισμό από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (και το εκμεταλλεύτηκαν). Σήμερα, ο Τραμπ κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια να υπερασπιστεί το στάτους και τα συμφέροντα του αμερικάνικου καπιταλισμού. Το κλίμα της αβεβαιότητας μερικές φορές υπαναχωρεί ή καθυστερεί, αλλά είναι όλο και πιο ξεκάθαρο. Είναι επομένως αμφίβολο ότι, στο ενδεχόμενο μιας νέα οικονομικής αναταραχής, οι ΗΠΑ θα έχουν την ευκαιρία και τη θέληση να συγκεντρώσουν τα άλλα καπιταλιστικά κράτη κάτω από την ηγεσία τους, και θα μπορούσαν ακόμα να εμποδίσουν προσπάθειες για συνεργασία. Θα μπορούσαν (όπως ήταν η περίπτωση το 1929, και χωρίς να θέλουμε να εξισώσουμε τις δύο καταστάσεις) να είναι ένας σημαντικός παράγοντας βαθέματος της κρίσης. «Η παγκόσμια συνεργασία καταρρέει», είπε στις αρχές Ιουλίου ο Μπενουά Κερέ, ένα από τα μέλη του ΔΣ της ΕΚΤ με τη μεγαλύτερη επιρροή. Πρόσθεσε: «Ο τύπος συντονισμένης δράσης που είδαμε το 2008, θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να υλοποιηθεί σήμερα. Δεν λέω ότι θα ήταν αδύνατο, αλλά θα ήταν πιο δύσκολο.» [8]

«Το μέλλον ανήκει στους πατριώτες»

Η επερχόμενη κρίση θα μπορούσε να είναι αυτή του τέλους της πολυμέρειας και το τέλος της επονομαζόμενης αρμονίας που προκύπτει απ’ την παγκοσμιοποίηση. Μετά την κρίση του 2007–08, οι αστικές τάξεις και οι κυβερνήτες προσκολλήθηκαν στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση στο οικονομικό επίπεδο (ενώ ενισχύουν τη διαχείριση της κοινωνικής τάξης μέσω της «ασφάλειας» και της αντιμεταναστευτικής πολιτικής). Σήμερα, αλλάζουν, με άνισο και διαφοροποιημένο τρόπο από κράτος σε κράτος. Σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε το 2017, ο Μπαγιάρ πρότεινε την έννοια του «εθνο – φιλελευθερισμού» για να χαρακτηριστεί το πλαίσιο όπου λειτουργεί ένα μεγάλο μέρος των ηγετών σήμερα, παρά τις διαφορές και συγκρούσεις τους: ισχυρίζονται ότι τάσσονται τόσο με την παγκόσμια οικονομία όσο και με την εθνική ανεξαρτησία και προσπαθούν να αποκρύψουν την αντίφαση με μυώδεις λόγους. [9] «Το μέλλον ανήκει στους πατριώτες», είπε ο Τραμπ στον ΟΗΕ στις 24 Σεπτεμβρίου – δεν είναι ο μόνος που παίρνει αυτή την πόζα. Μια «απο–παγκοσμιοποίηση» δεν βρίσκεται πιθανότατα στον ορίζονται, αλλά τα κράτη θα είναι ξανά ένας παράγοντας και οι γεωπολιτικές παράμετροι θα βαραίνουν περισσότερο στο παγκόσμιο εμπόριο και τις επενδύσεις.

Ωστόσο, οι δομές παραγωγής και ανταλλαγής, τα επίπεδα της οικονομικής αλληλεξάρτησης, δεν θα επιστρέψουν σε αυτό που ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι εταιρίες επιδιώκουν πάντα να μειώσουν τα κόστη τους κατασκευάζοντας εκεί όπου το περιβάλλον είναι πιο φτηνό, λιγότερο περιοριστικό, λιγότερο φιλικό για το περιβάλλον. Οι αλυσίδες αξίας (δηλαδή, ο τρόπος που οι εταιρίας οργανώνουν τα βήματα μιας δραστηριότητας για να ανταγωνιστούν και να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους) μόνο οριακά έχουν αναδιοργανωθεί μέχρι τώρα (για παράδειγμα, με μεταφορές από την Κίνα στο Βιετνάμ). Τελικά, όπως έχει ευρέως δοθεί έμφαση και αλλού, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι όλων των ειδών μεγαλώνουν: εθνικισμοί, απόρριψη των μεταναστών, επανέναρξη της εξοπλιστικής κούρσας, ενίσχυση του αυταρχισμού, γάντζωμα των αστικών τάξεων στην υπεράσπιση της «κοινωνικής τάξης», η προοπτική πέρα από το Brexit της παράλυσης και της επιστροφής της Ευρώπης στην κρίση – και πάει λέγοντας. [10]

Καταλήγωντας:

– Εξελίσσεται μια σημαντική επιβράδυνση στην οικονομική ανάπτυξη και θα έχει επιπτώσεις σε όρους αύξησης της ανεργίας και διπλασιασμένων επιθέσεων στα εργατικά δικαιώματα και τις κοινωνικές κατακτήσεις γενικά.

– Η οικονομική κρίση είναι πιθανή σχετικά βραχυπρόθεσμη.

– Εξελίσσονται μεγάλοι μετασχηματισμοί στα κράτη και στους διεθνείς «κανόνες του παιχνιδιού».

– Είναι προφανές ότι, όπως πάντα, η πορεία των γεγονότων θα εξαρτηθεί από την κοινωνική και πολιτική αντίσταση.

 

Υποσημειώσεις

[1] “Stagnation séculaire ou croissance numérique?” Michel Husson, Analyses et Documents Économiques number 122, June 2016, http://hussonet.free.fr/ade122.pdf

[2] Ερνέστ Μαντέλ, Τα Μακρά Κύματα της Καπιταλιστικής Εξέλιξης – Μια Μαρξιστική Ερμηνεία, εκδόσεις Εργατική Πάλη, 2003.

[3] “Le capitalisme a-t-il rencontré des limites infranchissables?”, François Chesnais. A l’Encontre, February 2017.

[4] Επίσης, η συγκέντρωση του τραπεζικού συστήματος έχει μεγαλώσει από το 2008 στις ΗΠΑ όπως και στην Ευρώπη. Έχουν αναπτυχθεί τραπεζικοί Λεβιάθαν. Η σωτηρία αυτών των τραπεζών θα απαιτούσε την κινητοποίηση σημαντικών πόρων.

[5] Η BlackRock είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος στο 1/5 των αμερικάνικων εταιριών. Το 2016 ήταν μέτοχος σε 18 εταιρίας του CAC 40 (δείκτης των 40 μεγαλύτερων εταιριών του γαλλικού χρηματιστηρίου).

[6] Charles Kindleberger, The World in Depression, 1929–1939, University of California Press, 2013.

[7] Tρότσκι, Τα πρώτα 5 χρόνια της Κομμουνιστικής Διεθνούς, 1924.

[8] “Le repli sur soi entame les marges de manœuvre des banques centrales”, Les Échos, July 2, 2019.

[9] Jean-François Bayart, L’impasse nationale-libérale – Globalisation et repli identitaire, La Découverte, 2017.

[10] “Capitalist globalization, imperialisms, geopolitical chaos and their implications” – στο http://www.internationalviewpoint.org/spip.php?article5447.