52 χρόνια από την εκτέλεση του Ernesto CHE Guevara

52 χρόνια από την εκτέλεση του Ernesto CHE Guevara

Σήμερα 9 Οκτωβρίου, συμπληρώνονται 52 χρόνια από την εκτέλεση του μεγάλου επαναστάτη Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα, του θρυλικού Τσε.

Ο Τσε Γκεβάρα γεννήθηκε τον Ιούνη του 1928 στο Ροσάριο της Αργεντινής και ανήκε σε μεσοαστική οικογένεια, η οποία όμως ήταν αρκετά προοδευτική για τα δεδομένα της εποχής και της κοινωνικής τους τάξης. Σε αρκετά μικρή ηλικία εμφάνισε άσθμα (θα τον συνοδέψει μέχρι το τέλος της ζωής του), που ήταν βασικός παράγοντας για τη διαμόρφωση του δυναμικού και επίμονου χαρακτήρα του και συνέβαλε αρκετά στην απόφασή του να σπουδάσει Ιατρική. Όπως πολλοί φοιτητές στις αρχές της δεκαετίας του 1950, επηρεάστηκε απ’ τη φρικτή καθυστέρηση της Λατινικής Αμερικής και την εξάρτησή της απ’ τον ιμπεριαλισμό και προσπάθησε να βρει μια επαναστατική διέξοδο.

Ταξίδεψε και γνώρισε μια Λατινική Αμερική όπου η εξαθλίωση, η φτώχεια και η ταξική πάλη ήταν οξυμένες, ενώ οι επαναστάσεις, τα πραξικοπήματα, οι γενικές απεργίες και ο ανταρτοπόλεμος βρίσκονταν διαρκώς στην ημερήσια διάταξη. Στα τέλη του 1953, ο Τσε ταξίδεψε στη Γουατεμάλα, όπου ήρθε σε επαφή με την περουβιανή μαρξίστρια οικονομολόγο Ίλδα Γκαδέα, που ήταν εξόριστη εξαιτίας της δράσης της στη Λαϊκή Επαναστατική Αμερικανική Συμμαχία (APRA) του Περού. Με τη βοήθειά της, ο Γκεβάρα συνδέθηκε με έναν ευρύ κύκλο εξόριστων αριστερών διανοουμένων. Το 1954, συμμετείχε στη Γουατεμάλα στο κίνημα υποστηρικτών της προοδευτικής κυβέρνησης Άρμπενς. Το πραξικόπημα του συνταγματάρχη Άρμας (καθοδηγούμενο απ’ τη CIA) κατέπνιξε το κίνημα, παρά την ηρωική συμμετοχή των εργατών και αλλοδαπών εθελοντών στις ταξιαρχίες υποστήριξης. Οι πολιτικές εξελίξεις στη Γουατεμάλα σημάδεψαν βαθιά τον Γκεβάρα και η εμπειρία που αποκόμισε εκεί ήταν σημείο πολιτικής καμπής για τον ίδιο. 

Η έλλειψη μιας γνήσιας επαναστατικής πολιτικής απ’ τα ντόπια σταλινοποιημένα ΚΚ (δορυφόροι του Κρεμλίνου), η ανυπαρξία πλατιών εργατικών μαζών και επαναστατικών οργανώσεων ώθησαν τους πιο ριζοσπάστες διανοούμενους ν’ αναζητήσουν έναν πιο «άμεσο» δρόμο απ’ αυτόν του μαζικού εργατικού κινήματος: τον αντάρτικο αγώνα, στηριγμένο στους αγρότες, την ένοπλη περικύκλωση των πόλεων, που θα μετουσιωθεί αργότερα στη θεωρία του «εστιασμού».

Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1954, ο Γκεβάρα ταξίδεψε στο Μεξικό, που αποτελούσε κοινό προορισμό εξόριστων Λατινοαμερικανών. Εκεί γνώρισε τον Φιντέλ Κάστρο, με τον οποίο συμφώνησε για την οργάνωση αντάρτικου αγώνα στην Κούβα, με στόχο την ανατροπή του διεφθαρμένου, δικτατορικού και αμερικανόφιλου καθεστώτος του Μπατίστα.

Το 1956, ο Τσε και 82 άλλοι αντάρτες υπό τον Κάστρο έκαναν την περίφημη απόβαση με το πλοιάριο Γκράνμα. Οι αντάρτες όμως έπεσαν σε ενέδρα του στρατού του Μπατίστα και αποδεκατίστηκαν. Μόλις 22 από τους 83 επιβίωσαν, κατέφυγαν στην οροσειρά Σιέρρα Μαέστρα, ανασυγκροτήθηκαν και μετά από δύο χρόνια σκληρών αγώνων, η δικτατορία του Μπατίστα κατέρρευσε, όταν το αντάρτικο συνδυάστηκε με την αποφασιστική κινητοποίηση της εργατικής τάξης. Την Πρωτοχρονιά του 1959, ύστερα από μια μεγάλη γενική απεργία, οι αντάρτες μπήκαν στην Αβάνα και η επικράτηση της Κουβανέζικης Επανάστασης ήταν γεγονός.

Η νεαρή επανάσταση προχώρησε, μετεξελισσόμενη σε σοσιαλιστική, τσάκισε την εισβολή που οργάνωσαν οι ΗΠΑ στον Κόλπο των Χοίρων και σημείωσε σημαντικές επιτυχίες (εξάλειψη πείνας, ασθενειών, αναλφαβητισμού κ.α.). Πήρε ιδιάζουσα μορφή, με το προλεταριάτο και τις οργανώσεις του να παίζουν ρόλο «συμπληρωματικής δύναμης» στο αντάρτικο κίνημα (λάθος που θα πληρώσει με τη ζωή του ο Τσε στη Βολιβία, καθώς υποτίμησε τη σημασία του οργανωμένου προλεταριάτου), ενώ ταυτόχρονα η Κούβα προσδενόταν όλο και περισσότερο στο άρμα της γραφειοκρατίας της Σοβιετικής Ένωσης. Απ’ την άλλη, η Κούβα ενίσχυε αντάρτικα κινήματα διεθνώς, ενώ ο ίδιος ο Τσε ως υπουργός Βιομηχανίας προσκάλεσε στην Κούβα τον ηγέτη της 4ης Διεθνούς και επιφανή μαρξιστή Ερνέστ Μαντέλ για να συνδράμει στην προσπάθεια σοσιαλιστικής οικοδόμησης – μια κίνηση κατάφωρα αντίθετη με τη μονολιθικότητα και τον συντηρητισμό της σοβιετικής γραφειοκρατίας. Ο Τσε άρχισε να έρχεται σε αυξανόμενη αντίθεση με τη Μόσχα, πάνω στα θέματα των κρατικοποιήσεων, της έλλειψης υποστήριξης απ’ την ΕΣΣΔ στις εξαρτημένες χώρες και τις πελατειακές σχέσεις που επεδίωκε μ’ αυτές (γεγονός που καταγγέλθηκε απ’ τον Τσε στο 2ο αφροαμερικάνικο συνέδριο του 1965) και πρωτίστως της πολιτικής της «ειρηνικής συνύπαρξης» με τον ιμπεριαλισμό. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επανάσταση πρέπει να επεκταθεί, εξού και το περίφημο σύνθημα «1,2,3, πολλά Βιετνάμ».

Η πνιγηρή ατμόσφαιρα που δημιουργούσε για τον γενναίο επαναστάτη ο σταδιακός θανάσιμος εναγκαλισμός της Κούβας με τη σοβιετική γραφειοκρατία τον ώθησε ν’ αφήσει το «νησί της επανάστασης», προσπαθώντας να οργανώσει εξεγέρσεις στο Κονγκό και τη Βολιβία. Ένα λάθος του ήταν μάλλον η απολυτοποίηση της «αντάρτικης συνταγής» της Κούβας, η μη ακριβής κατανόηση του ρόλου του μαζικού εργατικού και λαϊκού κινήματος. Με 12 μόνο μαχητές, μπήκε στη Βολιβία οργανώνοντας σαμποτάζ στα κυβερνητικά στρατεύματα. Αποτυγχάνοντας να ξεσηκώσει τους φτωχούς αγρότες, απομονωμένος απ’ την ντόπια εργατική τάξη και αντιμέτωπος με την εχθρότητα του βολιβιανού ΚΚ (ελεγχόμενου απ’ το Κρεμλίνο), αιχμαλωτίστηκε σε ενέδρα του στρατού. Όλοι οι άνδρες του σκοτώθηκαν, ενώ ο ίδιος εκτελέστηκε από τον υπαξιωματικό του βολιβιανού στρατού Μάριο Τεράν στις 9 Οκτωβρίου 1967.

Ο Αργεντινός επαναστάτης έγινε συνώνυμο του επαναστατικού ηρωισμού, ενέπνευσε γενιές και γενιές αγωνιστών, έγινε τραγούδι και σύμβολο εδώ και 50 χρόνια. Το άστρο του Τσε μας φωτίζει ακόμα τον δρόμο, ένα απ’ τα πιο κρυστάλλινα παραδείγματα αυτοθυσίας, ηρωισμού και εντιμότητας.