Νέο Δόγμα Τραμπ: Στρατηγική ή Φενάκη;

Νέο Δόγμα Τραμπ: Στρατηγική ή Φενάκη;

Από την Εργατική Πάλη Ιανουαρίου

Τον περασμένο Δεκέμβριο ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, παρουσίασε τη νέα στρατηγική εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, το λεγόμενο νέο «Δόγμα Τραμπ», το οποίο φυσικά δεν αποτελεί σύλληψη μόνο του ίδιου αλλά προϊόν πολύμηνων διαβουλεύσεων με τους βασικούς προεδρικούς συμβούλους. Γενικά δεν πρόκειται για κάτι εντελώς καινούργιο, αφού βασίζεται στο κεντρικό προεκλογικό πολιτικό του σύνθημα «Πρώτα η Αμερική». Σε αυτό παρουσιαζόταν η δυνατότητα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού να στηριχτεί στις δικές του οικονομικές και στρατιωτικές δυνάμεις και να αναδιατάξει τις ισορροπίες στον πλανήτη με βάση τα δικά του συμφέροντα. Περιελάμβανε την ακύρωση ή την επαναδιαπραγμάτευση όλων των συμφωνιών με τα άλλα κράτη και ιμπεριαλισμούς, ακόμα και εκείνων που είχαν αποτελέσει πυλώνες της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Η σταθερότητα της αμερικανικής οικονομίας αναγόταν σε ζήτημα «εθνικής ασφάλειας» που θα έπρεπε να προασπιστεί ακόμα και με την χρήση στρατιωτικής ισχύος. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός θα διατηρούσε μόνο τις διακρατικές σχέσεις που είναι «δίκαιες και ανταποδοτικές».

Σε αυτές τις αναθεωρήσεις συμπεριελάμβανε ακόμα και το ΝΑΤΟ, τον ΟΗΕ, τις σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση (με εγκώμια για το Brexit) ενώ φλέρταρε με ένα είδος συνεργασίας με την Ρωσία, η οποία βέβαια στο νέο δόγμα έχει ξεχαστεί τελείως. Παράλληλα εμφανιζόταν ως αντίπαλος των πολυεθνικών που είχαν επιβάλει το προηγούμενο διεθνές στάτους σύμφωνα με τα συμφέροντά τους και, υποτίθεται, εις βάρος των ΗΠΑ (!) και ως υποστηρικτής των εθνικών κεφαλαίων και της αμερικανικής εργατικής τάξης ενάντια στους μετανάστες και τους ξένους.

Ανεξάρτητα από την απάτη αυτών των απόψεων, με τις οποίες ο Τραμπ στόχευε να ξεγελάσει τα λαϊκά στρώματα και να συσπειρώσει τους συντηρητικούς γύρω από τον ίδιο μέσα στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα, είναι γεγονός ότι ο Τραμπ δημιουργεί συστηματικά σύγχυση με ψευδείς ή απλοϊκούς ισχυρισμούς, που οδηγούν τους αντιπάλους σε παροξυσμούς οργής και αγανάκτησης, για να παρουσιάσει στη συνέχεια την αντίδρασή του ως απόδειξη της ορθότητας των πράξεών του. Πρόκειται για κλασσική ιμπεριαλιστική τακτική, μαζί βέβαια με την προσπάθεια αποσταθεροποίησης των διεθνών σχέσεων, με στόχο να μην μπορέσει ο αντίπαλος να εκμεταλλευτεί την υπεροχή του, μέχρι να εμφανιστεί ευνοϊκότερος συσχετισμός δύναμης (Συρία, Λιβύη, Ουκρανία). Ωστόσο η τακτική αυτή δημιουργεί προβλήματα στην πολυπολική παγκόσμια σκηνή όπως αυτή έχει διαμορφωθεί με βάση την σχετική οικονομική αδυναμία των ΗΠΑ, την στρατιωτική τους υπεροπλία, την ανάδειξη ανταγωνιστών (Κίνα, BRICS), την πολιτική αναβάθμιση της Ρωσίας και την υποχώρηση της ΕΕ, με παράλληλη όμως ενίσχυση της Γερμανίας. Αυτές οι ανισορροπίες μπορεί να οδηγήσουν σε μια απομόνωση τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό που ασφαλώς –παρά τους λεονταρισμούς του Τραμπ– δεν πρόκειται να αντέξει τον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Έτσι μια σειρά κέντρων εξουσίας στις ΗΠΑ αμφισβητούν τη διακυβέρνησή του και το δόγμα του, με αποτέλεσμα για πρώτη φορά στην ιστορία να μην γνωρίζουμε αν όλα τα λεγόμενα Τραμπ αποτελούν πράγματι την κύρια πολιτική του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.

Το νέο δόγμα Τραμπ βασίζεται σε τέσσερεις πυλώνες :

  1. Προστασία των αμερικανικών συνόρων και εδαφών από τρομοκρατικές επιθέσεις, με ενίσχυση των μεθοριακών ελέγχων, των μυστικών υπηρεσιών, των δυνατοτήτων παρακολούθησης και βελτίωσης των συστημάτων για την απόκρουση κυβερνοεπιθέσεων. Τα μέτρα αυτά εφαρμόζονται ήδη εν μέρει, όπως με το αντιμεταναστευτικό διάταγμα που απαγορεύει την είσοδο στις ΗΠΑ σε πολίτες μουσουλμανικών χωρών και από τη Β. Κορέα. Αντίθετα, η κλιματική αλλαγή παύει πλέον να αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια των ΗΠΑ.
  2. Εκσυγχρονισμός και ανασυγκρότηση του αμερικανικού στρατού με ένα μαζικό εξοπλιστικό πρόγραμμα 700 δισ. δολαρίων για νέα όπλα και συστήματα αντιπυραυλικής προστασίας καθώς, όπως λέει ο Τραμπ, «μόνο με την ισχύ μπορεί να διατηρηθεί η ειρήνη». Να σημειώσουμε ότι βασική πολιτική των ΗΠΑ αποτελεί η ενίσχυση της πολεμικής βιομηχανίας (βλέπε πώληση όπλων στη Σ. Αραβία, εγκατάσταση αντιπυραυλικού συστήματος THAAD στη Ν. Κορέα για την παρακολούθηση όχι μόνο της Β. Κορέας αλλά και της Κίνας κ.ά.).
  3. Ενίσχυση της ευημερίας των αμερικανών πολιτών με την ακύρωση ή αναδιαπραγμάτευση υφιστάμενων εμπορικών συμφωνιών, γιατί μόνο αν είναι οικονομικά ισχυρή η Αμερική θα διασφαλίσει τον ηγετικό της ρόλο. Ωστόσο αυτό σημαίνει σύγκρουση ακόμα και με τη Ν. Κορέα στον εμπορικό τομέα, όπου εμφανίζεται μεγάλο έλλειμμα στις εμπορικές συναλλαγές, με ακύρωση των ήδη υπαρχουσών συμφωνιών, την ίδια στιγμή που η Ν. Κορέα αποτελεί βάση της άμυνας απέναντι στην υποτιθέμενη απειλή της Β. Κορέας και στα ανοίγματα της Κίνας στη Σινική Θάλασσα και τον Ειρηνικό.
  4. Προβολη της αμερικανικής ισχύος στο εξωτερικό, που σημαίνει αξιοποίηση της επιρροής των ΗΠΑ στον διπλωματικό τομέα και εκείνον της αναπτυξιακής βοήθειας για να διασφαλιστούν τα οικονομικά τους συμφέροντα και να διατηρηθούν υπό έλεγχο οι ανταγωνίστριες δυνάμεις ώστε να «προωθηθεί η ειρήνη»! Το δόγμα θεωρεί ως κράτη – παρίες τη Β. Κορέα και το Ιράν, ενώ αναφέρει ως «ρεβιζιονιστικές» την Κίνα και τη Ρωσία, που επιδιώκουν να αμφισβητήσουν την αμερικανική ισχύ και να αλλάξουν το παγκόσμιο status quo τόσο στο οικονομικό όσο και στο γεωστρατηγικό επίπεδο. Υπάρχει μια αλλαγή σε σχέση με τον Ομπάμα, αφού το νέο δόγμα όχι μόνο δεν θεώρει τις χώρες αυτές ως εταίρους αλλά ανοικτά πλέον ως στρατηγικούς ανταγωνιστές που απειλούν να υπονομεύσουν την αμερικανική ασφάλεια και ευημερία. Με αυτήν την έννοια γίνονται κατανοητές ενέργειες των ΗΠΑ όπως η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ (που αποσταθεροποιεί την κατάσταση στη Μ. Ανατολή, πράγμα που δυσκολεύει τη Ρωσία να απολαύσει τα κέρδη μιας ειρήνευσης στη Συρία), η ενίσχυση των βαλτικών χωρών και της Πολωνίας, Ρουμανίας, Ουγγαρίας που με την «Πρωτοβουλία των τριών Θαλασσών» περικυκλώνουν την Ρωσία, την αμφισβήτηση της συμφωνίας για τα πυρηνικά με το Ιράν, που δυσκολεύει το θεοκρατικό καθεστώς της χώρας (το εμπάργκο είναι βασική αιτία των πρόσφατων διαδηλώσεων, αφού εντείνει τη δυσπραγία των λαϊκών στρωμάτων), την ενίσχυση των Κούρδων στην Συρία ενάντια στον Άσαντ και τους Τούρκους (τους οποίους κατηγορεί ότι μαζί με το Κατάρ ενισχύουν την τρομοκρατία), την απόσυρση από την UNESCO επειδή εκδίδει αντιισραηλινα ψηφίσματα, την άρνηση χρηματοδότησης του ΟΗΕ επειδή ψήφισε ενάντια στην αναγνώριση της Ιερουσαλήμ, τη συμπεριφορά νονού της μαφίας απέναντι σε κράτη – συμμάχους με απειλή να κοπεί η χρηματοδότηση αν ψηφίσουν στον ΟΗΕ ενάντια στην απόφαση Τραμπ (!), τη διακοπή στρατιωτικής βοήθειας στο Πακιστάν αν δεν συμμορφωθεί με τις αμερικανικές ανάγκες στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας στο Αφγανιστάν και πολλά άλλα. Ωστόσο η πολιτική αυτή μπορεί να αποδειχτεί φενάκη, αν λάβει κανείς υπόψη του την αντιφατικότητα και ρευστότητα του παγκόσμιου συσχετισμού και τη σχετική αδυναμία των ΗΠΑ.

Για την κατάσταση στη Συρία και τη Μ. Ανατολή ασφαλώς χρειάζεται να λάβει κανείς υπόψη του τόσο τη Ρωσία όσο και το Ιράν. Η Τουρκία εναντιώνεται όλο και περισσότερο σε σχέση με την στήριξη των Κούρδων. Οι ευρωπαίοι δεν βλέπουν καθόλου καλά τη διαίρεση που προκαλεί στο εσωτερικό της ΕΕ η αμερικανική πολιτική (στον ΟΗΕ η ΕΕ εμφανίστηκε διασπασμένη σε ό,τι αφορά την καταδίκη Τραμπ για την Ιερουσαλήμ, με τις συμμάχους των ΗΠΑ στην ανατολική Ευρώπη να ψηφίζουν υπέρ του), όπως και την επιθετικότητα απέναντι στο Ιράν, που βάζει εμπόδια σε μεγάλες οικονομικές συμφωνίες. Η Γερμανία για πρώτη φορά από το 1949 διατύπωσε με τόσο ξεκάθαρο τρόπο δια στόματος του υπουργού εξωτερικών Γκάμπριελ το νέο δόγμα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας στο οποίο γίνεται αναφορά σε διακριτή αποστασιοποίηση από τις ΗΠΑ και μακροπρόθεσμα σε μια σταδιακή προσέγγιση με τη Ρωσία.

Το δόγμα Τραμπ και η εθνική περιχαράκωση των ΗΠΑ, τα οποία στην Γερμανία θεωρούνται θεμελιακή μετατόπιση της αμερικανικής πολιτικής και όχι συγκυριακή αλλαγή λόγω Τραμπ, επιτείνουν την αντίληψη ότι οι ΗΠΑ δεν αποτελούν πλέον αξιόπιστο εγγυητή της δυτικής πολυπολικής αντίληψης και υποχρεώνουν τους Ευρωπαίους να επαναπροσδιορίσουν τη στάση τους. Το θέμα του εμπάργκο στην Ρωσία, για παράδειγμα, αφορά και τις ενεργειακές προμήθειες της Γερμανίας, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, ενώ η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ φέρνει τις ΗΠΑ σε σύγκρουση ακόμα και με συμμάχους όπως η Σ. Αραβια και η Αίγυπτος. Τέλος, η αντίδραση της Κίνας (με την οποία πρόσφατα υπέγραψε συμφωνίες ο Τραμπ!) ήταν κατηγορηματική, θεωρώντας ότι το δόγμα Τραμπ αποτελεί οπισθοδρόμηση σε ψυχροπολεμικές νοοτροπίες.

Οι αντιδράσεις που έχει προκαλέσει στο εσωτερικό των ΗΠΑ η πολιτική Τραμπ (άνοδος κινηματικών διαδικασιών, αρνητικά εκλογικά αποτελέσματα, ιστορικό ναδίρ αναφορικά με την εμπιστοσύνη των αμερικανών πολιτών στην κυβέρνησή τους) η σκληρή ενδο-ιμπεριαλιστικη σύγκρουση σε έναν κόσμο που τα κέντρα της παγκόσμιας κυριαρχίας μετατοπίζονται και, το πιο σημαντικό, οι αντιστάσεις των λαών είναι πολύ πιθανόν να καταστήσουν το δόγμα Τραμπ (και όχι μόνο του Τραμπ) μια αυταπάτη.