Η ΡΩΣΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1917: ΜΕΡΟΣ 3

ΑΠΟ ΤΑ «ΑΠΡΙΛΙΑΝΑ» ΩΣ ΤΟ ΕΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΩΝ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΩΝ

Τον Απρίλη του 1917, η αστική κυβέρνηση της Ρωσίας έσπευσε να καθησυχάσει τους δυτικούς συμμάχους ότι δεν προτίθεται να συνάψει ειρήνη με τη Γερμανία, δηλώνοντας μάλιστα την επιθυμία της να προσαρτήσει εδάφη μετά τη λήξη του πολέμου, ως «ανταμοιβή». Η κυνική στάση της κυβέρνησης την έφερε σε άμεση αντιπαράθεση με το σοβιέτ της Πετρούπολης, το οποίο είχε εκδώσει ψήφισμα, όπου καλούσε σε άμεσο τερματισμό του πολέμου και ειρήνη «χωρίς προσαρτήσεις και αποζημιώσεις». Οι εργάτες της Πετρούπολης απάντησαν με μαζικές διαδηλώσεις και το σοβιέτ ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο της πρωτεύουσας, δηλώνοντας ότι δεν αναγνωρίζει την εξουσία της κυβέρνησης. Ακόμα πιο σημαντικό, οι στρατιώτες της φρουράς της Πετρούπολης δήλωσαν ότι πλέον θα δέχονταν εντολές μόνο από το σοβιέτ.

Η κρίση του Απρίλη μπορούσε να έχει δύο διεξόδους: Πρώτον, να περάσει όλη η εξουσία στην αστική τάξη, πράγμα το οποίο απαιτούσε έναν εμφύλιο πόλεμο. Ο Μιλιούκοβ το δοκίμασε ως ένα βαθμό αλλά απέτυχε. Δεύτερον, να παραδοθεί όλη η εξουσία στα σοβιέτ. Γι’ αυτό αρκούσε μόνο ένα νεύμα των μενσεβίκων και των εσέρων (σοσιαλεπαναστατών), φτάνει να το ήθελαν. Δεν το ήθελαν όμως και, στο βαθμό που οι μάζες τούς εμπιστεύονταν ακόμα, προχώρησαν σ’ έναν συμβιβασμό με τους αστούς. H κυβερνητική κρίση που μεγάλωνε θα λυνόταν με έναν νέο κυβερνητικό συνασπισμό, με την συμμετοχή των μενσεβίκων και των εσέρων.

Στο στρατόπεδο κυρίως των μενσεβίκων και λιγότερο των εσέρων υπήρχαν σημαντικές αντιδράσεις για αυτήν την προοπτική. Στο τέλος του Απρίλη σημαντικά σοβιέτ, μεταξύ των οποίων της Μόσχας και της Τιφλίδας, τάχθηκαν εναντίον της εισόδου των σοσιαλιστών στην κυβέρνηση. Οι μάζες όμως, στο βαθμό που δεν ακολουθούσαν ακόμα τους μπολσεβίκους, ήταν υπέρ του συνασπισμού. Υπέρ του συνασπισμού τάχθηκαν οι στρατιώτες του μετώπου. Η τελική ώθηση ήρθε από την Αντάντ. Αρκετά στελέχη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στάλθηκαν στη Ρωσία για να βοηθήσουν την ηγεσία των μενσεβίκων. Η Αγγλία εξάλλου επιθυμούσε την αντικατάσταση του «πατριώτη» Μιλιούκοβ με έναν πιο συγκρατημένο «δημοκράτη».

Την Πρωτομαγιά η Εκτελεστική Επιτροπή των σοβιέτ, μετά από πολλούς δισταγμούς, με 41 ψήφους υπέρ, 18 κατά και 3 αποχές, αποφάσισε τελικά να πάρει μέρος στην κυβέρνηση συνασπισμού. Καταψήφισαν μόνο οι μπολσεβίκοι και μια μικρή ομάδα μενσεβίκοι διεθνιστές.

Το θύμα της προσέγγισης σοσιαλιστών και αστών ήταν ο υπουργός εξωτερικών Μιλιούκοβ, ηγέτης του κόμματων των συνταγματικών δημοκρατών (καντέτοι). Το ίδιο το κόμμα των καντέτων πρόδωσε τον ηγέτη του και βρέθηκε ηττημένο κατά κράτος. Ηθικά δέχτηκε ένα πλήγμα από το οποίο δεν συνήλθε ποτέ. Στο πρόσωπο του Μιλιούκοβ ο συνασπισμός βρήκε ένα εξιλαστήριο θύμα. Διώχνοντας από κοντά τους τον Μιλιούκοβ, θεωρούσαν ότι θα ξεπλένονταν μονομιάς από τις αμαρτίες του ιμπεριαλισμού.

Στην κυβέρνηση συνασπισμού οι σοσιαλιστές πήραν έξι από τα δεκαπέντε υπουργεία. Οι σοσιαλιστές επιδίωξαν να είναι μειοψηφία. Η διακήρυξη της κυβέρνησης αποτελούταν από κοινοτοπίες και αοριστολογίες: Γινόταν μνεία σε «δραστήρια εξωτερική πολιτική υπέρ της ειρήνης», «αναζήτηση λύσης του επισιτιστικού προβλήματος», «προπαρασκευαστική εξέταση του αγροτικού ζητήματος»”… Τίποτα άλλο από φράσεις. Το μόνο σοβαρό και καθαρό σημείο ήταν ότι ο στρατός ετοιμαζόταν για «αμυντικές και επιθετικές επιχειρήσεις για να προληφθεί ενδεχόμενη ήττα της Ρωσίας και των συμμάχων εθνών». Για την Αντάντ, η κυβέρνηση συνασπισμού ήταν η τελευταία ελπίδα σωτηρίας για την στρατιωτική κατάσταση σε αυτό το πολεμικό μέτωπο. Πίσω από τα μεγάλα λόγια και τις συνδιαλλαγές των φιλελεύθερων και σοσιαλιστών ηγετών της Φεβρουαριανής Επανάστασης στεκόταν ο ιμπεριαλιστής επιστάτης. Οι σοσιαλιστές, μετά από πολλές παλινωδίες, πήραν μέρος στην κυβέρνηση στο όνομα των συμφερόντων της Αντάντ, που ήταν εχθρική στην επανάσταση. Πήραν το ένα τρίτο της κυβέρνησης, αλλά έπεσε πάνω τους ολόκληρο το βάρος του πολέμου…

Το ξεσκέπασμα της κυβερνητικής πολιτικής και η υποστήριξή της από τα αριστερά κόμματα πλην μπολσεβίκων, ενίσχυαν διαρκώς τις θέσεις των τελευταίων μέσα στα σοβιέτ. Το πρώτο συνέδριο των σοβιέτ συνήλθε στις 3 Ιούνη στην Πετρούπολη. Υπήρχαν συνολικά 820 αντιπρόσωποι με κανονική ψήφο και 260 με συμβουλευτική. Το συνέδριο αντιπροσώπευε συνολικά πάνω από 20 εκατομμύρια ανθρώπους. Από 777 αντιπροσώπους που είχαν δηλώσει σε ποιο κόμμα άνηκαν, 285 ήταν εσέροι, 248 μενσεβίκοι, 105 μπολσεβίκοι και ακολουθούσαν ομάδες λιγότερο σημαντικές. Οι μπολσεβίκοι μαζί με τους διεθνιστές ήταν κάτι λιγότερο από το 20% των αντιπροσώπων. Το συνέδριο έδωσε την στήριξή του στον κυβερνητικό συνασπισμό με την αστική τάξη με 543 ψήφους υπέρ, 126 κατά και 52 αποχές. Τα αριστερά κόμματα που συμμετείχαν στην κυβέρνηση είχαν ακόμα την πλειοψηφία, όμως με πρόταση των μπολσεβίκων το συνέδριο υιοθέτησε για πρώτη φορά ένα αντικαπιταλιστικό μέτρο: την εθνικοποίηση των βιομηχανιών ψωμιού και άλλων βασικών ειδών διατροφής. Η κυβέρνηση απέρριψε κατηγορηματικά την πρόταση, με το επιχείρημα ότι αυτό που προείχε ήταν η νίκη στον πόλεμο και ότι τέτοια ζητήματα έπρεπε να περιμένουν μέχρι τη λήξη του. Η πολιτική της όμως είχε αποτύχει παταγωδώς να αντιμετωπίσει τις τραγικές ελλείψεις σε βασικά αγαθά, μεγαλώνοντας την αγανάκτηση των μαζών. Επιπλέον, η κυβέρνηση διαρκώς ανέβαλλε την προκήρυξη εκλογών, δηλώνοντας ότι αυτές δεν έπρεπε να διεξαχθούν εφόσον μεγάλο τμήμα της χώρας βρισκόταν κάτω από γερμανική κατοχή.

Στις 9 Ιούνη στο συνέδριο έσκασε σαν βόμβα μια είδηση. Μέσω της εφημερίδας τους, Πράβντα, οι μπολσεβίκοι καλούσαν σε διαδήλωση την επόμενη μέρα. Η διαδήλωση θα ήταν ένοπλη και θα ύψωνε τη σημαία της εξουσίας των σοβιέτ. Το σύνθημα μάχης ήταν: «κάτω οι δέκα καπιταλιστές υπουργοί!», σύνθημα το οποίο ο Λένιν θεωρούσε υπερβολικά προωθημένο. Πλειοψηφία και μειοψηφία του σοβιέτ αναμετρήθηκαν έντονα εκείνες τις μέρες. Τελικά και τα δύο μέρη έκαναν από ένα βήμα πίσω. Οι μπολσεβίκοι ακύρωσαν τη συμμετοχή τους στη διαδήλωση ενώ μενσεβίκοι και εσέροι δεν προχώρησαν στον αφοπλισμό των εργατών. Οι μπολσεβίκοι και οι διεθνιστές αποχώρησαν από το συνέδριο. Τις επόμενες μέρες το συνέδριο όρισε για τις 18 Ιούνη διαδηλώσεις εργατών και στρατιωτών στις μεγάλες πόλεις.

Η πρόταση έγινε γνωστή με κάποιο σάστισμα. Η απόφαση για τη διαδήλωση βέβαια δεν ήταν μια στροφή προς τους μπολσεβίκους αλλά μια στροφή προς τις μάζες ενάντια στους μπολσεβίκους. Οι μπολσεβίκοι δέχτηκαν από την πρώτη στιγμή την πρόκληση. Η Πράβντα έγραφε: «Θα πάμε στη διαδήλωση να παλέψουμε για τους αντικειμενικούς σκοπούς για τους οποίους θέλαμε να κάνουμε μια εκδήλωση στις 10 του μήνα». Οι αντιπρόσωποι του συνεδρίου αντιμετώπισαν με χλευασμό τα συνθήματα και τα πανό των μπολσεβίκων. Τα χαμόγελά τους πάγωσαν όταν είδαν τις μπολσεβίκικες σημαίες να κυματίζουν παντού. Η νίκη των μπολσεβίκων ήταν ολοφάνερη! Την επόμενη μέρα έγιναν διαδηλώσεις υποστήριξης του κυβερνητικού συνασπισμού κάτω από την καθοδήγηση των καντέτων, οι οποίες ήταν πολύ μικρότερες από της διαδηλώσεις της προηγούμενης μέρας. Αν και μενσεβίκοι και εσέροι είχαν την πλειοψηφία, τίποτα δεν πήγαινε καλά, δεν έπειθαν τις μάζες και η σύγκρουση πλησίαζε. Ο Λένιν έγραφε: «Τα ουρλιαχτά της οργής και της λύσσας που ξεσπούν απ’ όλες τις μεριές ενάντια στους μπολσεβίκους εκφράζουν το θρηνολόγημα των καντέτων, των εσέρων και των μενσεβίκων μαζί, για την ίδια την αδυναμία τους. Είναι πλειοψηφία. Είναι στην εξουσία. Είναι συνασπισμένοι όλοι μαζί και βλέπουν ότι όλα τους πάνε ανάποδα! Πώς να μην χύσουν τη χολή τους πάνω στους μπολσεβίκους;».

Παράλληλα με τις εξελίξεις στο στρατόπεδο του κυβερνητικού συνασπισμού, σημαντικές εξελίξεις υπάρχουν και στο επαναστατικό στρατόπεδο και τους μπολσεβίκους. Το Μάη του 1917 επέστρεψε στη Ρωσία και ο Τρότσκι, που βρισκόταν εξόριστος στις ΗΠΑ. Με τις «θέσεις του Απρίλη» (βλ. ΕΠ Απριλίου), ο Λένιν και το κόμμα των μπολσεβίκων είχαν ουσιαστικά υιοθετήσει τα βασικά σημεία της θεωρίας της διαρκούς επανάστασης του Τρότσκι.

Από τον Ιούνιο ξεκίνησαν οι προετοιμασίες για το ενοποιητικό συνέδριο των μπολσεβίκων με ορισμένες επαναστατικές ομάδες, με σημαντικότερη τη διαχτιδική οργάνωση της Πετρούπολης στην οποία μεταξύ άλλων άνηκαν οι Τρότσκι, Γιόφε, Ουρίτσκι και Λουνατσάρσκι. Ο Τρότσκι, για να επισπεύσει την ενοποίηση, δημοσίευσε στην Πράβντα αυτή τη δήλωση:

«Δεν υπάρχουν τώρα, κατά τη γνώμη μου, διαφορές αρχής ή τακτικής ανάμεσα στη διαχτιδική οργάνωση και την οργάνωση των μπολσεβίκων. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχουν λόγοι που να δικαιολογούν την ξεχωριστή ύπαρξη αυτών των οργανώσεων».

Το ενοποιητικό συνέδριο (6ο συνέδριο του μπολσεβίκικου κόμματος) ξεκίνησε στις 26 Ιουλίου και έγινε σε συνθήκες ημιπαρανομίας. Σε αυτό συμμετείχαν 175 αντιπρόσωποι από 112 οργανώσεις που συγκεντρώνανε 176.750 μέλη. Στο συνέδριο δεν παρευρέθηκαν οι Λένιν, Τρότσκι, Κάμενεφ, Ζινόβιεφ κ.ά. Στην Κεντρική επιτροπή (ΚΕ) εκλέχθηκαν οι: Λένιν, Τρότσκι, Κάμενεφ, Ζινόβιεφ, Νόγκιν, Κολλοντάι, Στάλιν, Σβερντλόφ, Ρίκοφ, Μπουχάριν, Άρτεμ, Γιόφε, Ουρίτσκι, Μιλιούτιν, Λομόφ. Κάτω από αυτή τη σύνθεση της ΚΕ θα συντελεστεί η εξέγερση του Οκτώβρη.